ἀρτιμελής
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ές, sound of limb, Pl.R.536b, Sor.1.3, D.C.69.20; perfect in all members, τέχναι Them.Or.26.316c.
German (Pape)
[Seite 362] (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; θύματα Poll. 1, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιμελής: -ές, ὁ ἄρτια ἔχων τὰ μέλη, ἀκέραια δηλ., Πλάτ. Πολ. 536Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux membres bien conformés.
Étymologie: ἄρτι, μέλος.
Spanish (DGE)
-ές
perfectamente conformado en cuanto a los miembros ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονες Pl.R.536b, cf. D.C.69.20.3, Sor.4.16, ἀρτιμελεστέραν· ὑγιεστέραν, ἐντιμοτέραν Hsch.
•de abstr. completo en todas sus partes τέχναι Them.Or.26.316c.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)
αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].
Greek Monotonic
ἀρτιμελής: -ές (μέλος), ακέραιος, άρτιος στα μέλη του σώματος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιμελής: хорошо сложенный: ἀ. καὶ ἀρτίφρων Plat. здоровый телом и духом.