διασκευάζω

From LSJ
Revision as of 19:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκευάζω Medium diacritics: διασκευάζω Low diacritics: διασκευάζω Capitals: ΔΙΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: diaskeuázō Transliteration B: diaskeuazō Transliteration C: diaskevazo Beta Code: diaskeua/zw

English (LSJ)

A get ready, set in order, τι Plb.15.27.9:—Pass., PTeb. 24.32 (ii B. C.). II equip, τινὰ βασιλικῶς Luc.Nec.16:—Pass., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι dressed as... Plu.Ant.24; ὅπλοις Aen. Tact.26.1:—Med., prepare for oneself, provide, τἆλλα ὡς ἐς πλοῦν Th.4.38; arm, equip or prepare oneself, ὡς εἰς μάχην X.HG4.2.19; διεσκευάσθαι πρὸς τὸν δῆμον Din.1.70; διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς prepare all one's tricks for a trial, X.Ath.3.7. III Med., διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν having disposed of one's property, D.29.3. IV revise or edit a work for publication, Aristeas 311, D.S. 1.5. 2 compile, ἐκ πολλῶν [βιβλίων Gal.15.10. 3 elaborate with rhetorical devices, αἰτία μὲν κατασκευάζει, τρόπος δὲ δ. Hermog. Inv.2.7.

Spanish (DGE)

I tr.
1 preparar, disponer τὰ πρὸς τὰς βασάνους ὄργανα Plb.15.27.9, ἡμᾶς ἐπὶ τὴν πρᾶξιν Plu.2.596e, en v. pas. τὰ ὑπ' αὐτοῦ διεσκευασμένα PTeb.24.32 (II a.C.), κλίμακας ἐς εἴδη πάντα διεσκευασμένας App.BC 5.36
en v. med. mismo sent. τἆλλα διασκευάζοντο ὡς ἐς πλοῦν Th.4.38, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν D.29.3, μυρίον εἶδος ... διεσκεύαστο Hld.1.1.6.
2 de la obra escrita arreglar, reelaborar, revisar Ἡσίοδος μὲν οὖν οὕτω πως διασκευάζει τὸν μῦθον Str.14.1.27, cf. 1.2.23, τὸ δρᾶμα καθάπερ ἐπὶ σκηνῆς τῷ λόγῳ Hld.2.23.5, cf. D.S.1.5, Aristeas 311, Hermog.Inu.2.7 (p.122), en v. pas. ἡ διήγησις δ' ἡ πρὸς τὸν Εὔμαιον ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως διασκευασθεῖσα Str.13.1.36, τὸ μὲν ὅλον βιβλίον ἐκ πολλῶν διεσκεύασται Gal.15.10, cf. Ath.663c, Sch.Ar.Nu.553
expresar de palabra en v. pas. ἀνθρωπικῶς ὑπὸ τοῦ λόγου διεσκευάσθη fue expresado con un lenguaje humano por la Escritura Gr.Nyss.Apoll.229.18.
3 arreglar, vestir, disfrazar τὸν μὲν ... βασιλικῶς διεσκεύασεν Luc.Nec.16, en v. pas. τὴν θεὸν διεσκευασμένην καταπληκτικῶς εἰς ὄχλων δεισιδαιμονίαν D.S.4.51, ἄνδρες ... εἰς Σατύρους ... διεσκευασμένοι Plu.Ant.24, λῃστρικῶς διασκευασάμενος D.H.1.42.
II intr., en v. med.
1 prepararse, dotarse de medios πρὸς ὀλίγους δικαστάς X.Ath.3.7, πρὸς τὸν δῆμον Din.1.70.
2 en cont. milit. equiparse, armarse, hacer los preparativos para el combate ὡς εἰς μάχην X.HG 4.2.19, πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.5.76.1, πρὸς τὰ τείχη D.9.61, τοῖς ὑπάρχουσιν ὅπλοις Aen.Tact.26.1, cf. Arist.Pr.948a8, I.BI 7.402, Plu.Cam.27, Oth.3.

German (Pape)

[Seite 602] 1) fertig zubereiten, zurecht machen, τὰ πρὸς τὰς βασάνους ὄργανα Pol. 15, 27, 9 u. öfter; vollständig ankleiden, schmücken, γυναῖκες πολυτελῶς διεσκευασμέναι 31, 3, 18; βασιλικῶς τινα Luc. Necyom. 16; ἄνδρες ἐς Σατύρους καὶ Πᾶνας διεσκευασμένοι Plut. Anton. 24. Bes. ein Schriftwerkumarbeiten, verbessern, interpoliren, sowohl vom ursprünglichen Verfasser gebraucht, der eine neue Ausgabe veranstaltet, als von einem Anderen, der ein fremdes Werk umarbeitet oder einzelne Stellen einschiebt; vgl. Diod. Sic. 1, 5 Athen. XIV, 663 c, u. s. besonders Lehrs Aristarch. p. 349. – Med., sich rüsten, ὡς είς πλοῦν Thuc. 4, 38; ὡς ἐς μάχην Xen. Hell. 4, 2, 19; Folgde; πρὸς τοὺς δικαστάς, sich mit Kniffen gegen die Richter rüsten, Xen. Ath. 3, 7. – 2) οὐσίαν διασκευασάμενος, Dem. 29, 3, durchbringen.

French (Bailly abrégé)

f. διασκευάσω, etc.
revêtir : τινα βασιλικῶς LUC qqn des insignes de la royauté ; Pass. ἄνδρες εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι PLUT hommes déguisés en satyres ; abs. διασκευάζειν τινὰ εἰς τὴν πρᾶξιν PLUT préparer litt. arranger, vêtir qqn pour l'action;
Moy. διασκευάζομαι s'arranger, faire ses préparatifs : πρὸς τοὺς δικαστάς XÉN prendre ses dispositions auprès de ses juges, càd tâcher de les corrompre.
Étymologie: διά, σκευάζω.

Greek (Liddell-Scott)

διασκευάζω: μέλλ. -άσω, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, ἑτοιμάζω, τι Πολύβ. 15. 27, 9. ΙΙ. ἐφοδιάζω, στολίζω, τινὰ βασιλικῶς Λουκ. Νεκ. 16. ‒ Παθ., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι ὡς…, Πλούτ. Ἀντων. 24, κτλ.‒ Μέσ., δι᾿ ἐμαυτὸν ἑτοιμάζω, προνοῶ, προμηθεύομαι, τὰ ἄλλα... ὡς ἐς τὸν πλοῦν Θουκ. 4. 38.· ὁπλίζομαι, ἑτοιμάζομαι, ὡς εἰς μάχην Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19· πρός τι Δείναρχ. 99. 14· διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς, παρα-σκευάζω ὅλα μου τὰ τεχνάσματα ἀπέναντι τῶν δικαστῶν (πρὸς διαφθορὰν αὐτῶν), Ξεν. Ἀθην. 3, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, διαθέσας τὴν περιουσίαν του, Δημ. 845. 13. ΙV. ἐπιθεωρῶ (καὶ ἐπεξεργάζομαι) ἔργον πρὸς δημοσίευσιν, Λατ. recensere· ‒ ἐντεῦθεν διασκευαστής, οῦ, ὁ, ὁ κριτικὸς διορθωτὴς ποιήματος, ὁ καὶ ἐπεξεργαζόμενος καὶ ἴδια παρεισάγων, πρβλ. Wolf Προλεγ. cli., Lehrs Aristarch. 349 κἑξ., Nitzsch Od. iii. σ. 310, ἴδε ἑπομ. ΙΙ, καὶ ἐπιδιασκευάζω.

Greek Monolingual

διασκευάζω)
1. διευθετώ, τακτοποιώ
2. τροποποιώ, μετατρέπω, μετασκευάζω
νεοελλ.
επεξεργάζομαι λογοτεχνικά έργα περικόπτοντας, τροποποιώντας ή συμπληρώνοντας τα
αρχ.
1. εφοδιάζω
2. στολίζω
3. συλλέγω, απανθίζω λογοτεχνικά κείμενα
4. μέσ. εφοδιάζομαι, ετοιμάζομαι.

Greek Monotonic

διασκευάζω: μέλ. -άσω,
I. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, εξοπλίζω, προετοιμάζω, σε Λουκ. — Παθ., μτχ. παρακ., διεσκευασμένοι, ντυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Πλούτ. — Μέσ., προετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι, προνοώ, σε Θουκ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν.
II. Μέσ., διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, έχοντας διαθέσει την περιουσία του, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διασκευάζω:
1) приводить в порядок, приготовлять (τὰ ὄργανα πρός τι Polyb.);
2) подготовлять (τινὰ ἐπὶ или εἰς τὴν πρᾶξιν Plut.);
3) наряжать (τινὰ βασιλικῶς Luc.; γυναῖκες πολυτελῶς διεσχευασμέναι Polyb.; ἄνδρες εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι Plut.);
4) снаряжать (ὁπλῖται διεσκευασμένοι Arst.; ἱππεῖς διασκευασάμενοι Plat.);
5) med. снаряжаться (ἐς πλοῦν Thuc.; εἰς μάχην Xen.);
6) обрабатывать, редактировать (τὰς βίβλους Diod.);
7) med. ирон. устраиваться, принимать меры: δ. πρὸς τὰς δικαστάς Xen. стараться привлечь судей на свою сторону; διασκευάσασθαι τὴν οὐσίαν Dem. промотать свое состояние.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκευάζω act. volledig uitrusten; verkleden:; βασιλικῶς δ. (iem.) als koning verkleden Luc. 38.16; pass.: εἰς Σατύρους καὶ Πᾶνας … διεσκευασμένοι verkleed als Satyrs en Pans Plut. Ant. 24.4. med., met acc. (voor zichzelf) (helemaal) voorbereiden, gereedmaken: τἆλλα de rest Thuc. 4.38.4 direct reflexief med. zich (helemaal) voorbereiden, zich gereedmaken:; διασκευάζεσθαι ὡς εἰς μάχην zich gereed te maken als voor de strijd Xen. Hell. 4.2.19; perf. voorbereid zijn, gereed staan.

Middle Liddell

fut. άσω
I. to get quite ready, equip, Luc.:—Pass., perf. part. διεσκευασμένοι dressed, Plut.: —Mid. to prepare for oneself, provide, Thuc.: to equip oneself, Xen.
II. Mid., διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν having disposed of one's property, Dem.