παραβιάζομαι
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A do a thing by force against nature or law, LXX De.1.43; use violence, περὶ τῶν τοιούτων Plb.24.8.3. II c. acc., π. τὸν χάρακα force the palisade, Id.21.27.7; π. τινά constrain, compel him, LXX 4 Ki.2.17, al., Ev.Luc.24.29, Act.Ap.16.15; of arguments or explanations, τὸ ἀδύνατον π. Epicur.Ep.2p.36U., Nat.107 G.; μύθους π. καὶ διαστρέφειν to do them violence, Plu.2.19f, cf. Lyc.6; constrain, c. inf., Onos.19.2 (Pass.):—Act. in Gal.5.287.
German (Pape)
[Seite 472] mit Gewalt Etwas thun, durchsetzen; τὸν χάρακα, durchbrechen, Pol. 22, 10, 7; περὶ πράγματος, 26, 1, 3; καὶ διαστρέφειν τὰς γνώμας, Plut. Lycurg. 6, öfter, u. N. T. – Suid. führt auch das act. an, zw.
French (Bailly abrégé)
employer la force à l'égard de : μύθους PLUT forcer le sens des paroles.
Étymologie: παρά, βιάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
παραβιάζομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀποθ.· - πράττω τι διὰ τῆς βίας παρὰ φύσιν καὶ παρὰ νόμον, Ἑβδ. (Δευτερ. Α΄, 43)· - μεταχειρίζομαι βίαν, περί τινος Πολύβ. 26. 1, 3. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ., π. τὸν χάρακα, ἐκβιάζω τὸ χαράκωμα, κυριεύω διὰ τῆς βίας, ὁ αὐτ. 22. 10, 7· π. τινα, ἐξαναγκάζω τινά, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. κδ΄, 29, Πράξ. Ἀποστ. ιϚ΄, 15· μύθους π. καὶ διαστρέφειν Πλούτ. 2. 19Ε, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν Λυκούργ. 6. - Τὸ ἐνεργ. παρὰ Βυζαντίνοις.
English (Strong)
from παρά and the middle voice of βιάζω; to force contrary to (nature), i.e. compel (by entreaty): constrain.
English (Thayer)
1st aorist παρεβιασαμην; deponent verb, to employ force contrary to nature and right (cf. παρά, IV:2), to compel by employing force (Polybius 26,1, 3): τινα, to constrain one by entreaties, Sept. in 1 Samuel 28:23, etc.
Greek Monotonic
παραβιάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ., χρησιμοποιώ βία εναντίον κάποιου, εκβιάζω, εξαναγκάζω κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
παραβιάζομαι:
1) брать силой, взламывать (τὸν χάρακα Polyb.);
2) ломать, нарушать (τὰς γνώμας, ταῖς ἡδοναῖς τὴν φύσιν Plut.);
3) удерживать, принуждать (τινα NT).
Middle Liddell
fut. άσομαι
Dep. to use violence to one, to constrain, compel him, NTest.
Chinese
原文音譯:parabi£xomai 爬拉-比阿索買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-力
字義溯源:強人之不願,強迫,強留,壓制,占優勢,力勸,懇求;由(παρά)*=旁,出於)與(βιάζω)=用力)組成;而 (βιάζω)出自(βία)*=力)。參讀 (ἀγγαρεύω)的同義字
同義字:1) (παραβιάζομαι)強人之不願 2) (παραινέω)錯誤讚美 3) (παρακαλέω)召近來 4) (παραμυθέομαι)接近 5) (παροξύνω)輕意發怒 6) (παροτρύνω)挑唆 7) (προτρέπω)促進 8) (συγχέω / συγχύνω)雜亂地摻合 9) (συνέχω)緊壓 10) (σωφρονίζω)使人心明達
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯強留(1) 路24:29;
2) 強留(1) 徒16:15