περιπετάννυμι
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
also περιπεταννύω, X.Oec.19.18: pf. Pass. -πέπτᾰμαι:— spread or stretch around, Χέρα [τινί] E.Hel.628 (lyr.); κατάδεσμον π. ἥβης spread bathing-drawers over... Theopomp.Com.37 (s. v.l.); [ὀθόνιον] τῷ ἀγγείῳ Dsc.5.75; π. φοινικίδας spread them out, Aeschin.3.76; ἄμπελος… π. τὰ οἴναρα X.l.c.:—Pass., φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν covered with... D.S.31.8; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος is spread over it, Theoc.1.55, cf.A.R.1.1036 (tm.).
German (Pape)
[Seite 586] u. περιπεταννύω (s. πετάννυμι), ringsherum, darüber breiten, bedecken; περιπετάσασα χέρα φίλι ον, Eur. Hel. 634; περιεπέτασε φοινικίδας, Aesch. 3, 76.
French (Bailly abrégé)
déployer tout autour : οἴναρα XÉN déployer des pampres autour des ceps en parl. de la vigne.
Étymologie: περί, πετάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
περιπετάννῡμι: ὡσαύτως, -ύω, Ξεν. Οἰκ. 19, 18· μέλλ. -πετάσω [ᾰ]· παθ. πρκμ. -πέπτᾰμαι. Ἐκτείνῳ ἢ ἁπλώνω περί τινα ἢ περί τι, χέρα τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 628· τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· π. φοινικίδας Αἰσχίν. 64. 27· ἄμπελος π. τὰ οἴναρα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., περιπεπετασμένος πορφύραν, κεκαλυμμένος διά..., Διόδ. 2. 644, 50· ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, ἁπλοῦται ἐπ’ αὐτοῦ πανταχόθεν, Θεόκρ. 1. 55, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1036.
Greek Monolingual
και περιπεταννύω Α
1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω
2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.)
3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω»].
Greek Monotonic
περιπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Παθ. παρακ. -πέπτᾰμαι· απλώνω ή τεντώνω, εκτείνω ολόγυρα, χέρα τινί, σε Ευρ.· περιπετάννυμι φοινικίδας, τις απλώνω ολόγυρα, σε Αισχίν. — Παθ., περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, απλώνεται παντού, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
περιπετάννῡμι: и περιπεταννύω (fut. περιπετάσω, pf. pass. περιπεπέτασμαι и περιπέπταμαι)
1) распростирать, распускать (τὰ οἴναρα Xen.): π. χέρα τινί Eur. обнимать кого-л.;
2) расстилать (φοινικίδας Aeschin.; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ἄκανθος Theocr.): περιπεπετασμένος πορφύραν Diod. покрытый порфирой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πετάννυμι en περι-πεταννύω om... uitspreiden:. περί τ’ ἐπέτασα χέρα ik sloeg mijn arm om hem heen Eur. Hel. 628.
Middle Liddell
and -ύω fut. -πετάσω perf. pass. -πέπτᾰμαι
to spread or stretch around, χέρα τινί Eur.; π. φοινικίδας to spread them out, Aeschin.:— Pass., περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος is spread round, Theocr.