μολοβρός
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ὁ, greedy fellow, applied to a beggar, Od. 17.219, 18.26, cf. Lyc. 775; also as Adj., μολοβρὴ κεφαλή the head of a plant that rests upon the ground, Nic. Th. 662 (variously expld. by Sch. Od. and Sch. Nic.).
German (Pape)
[Seite 199] ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ ἀνέστιος, Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = μολυβδοειδής.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gourmand ; parasite.
Étymologie: DELG étym. obscure ; DELG suppl. *μόλος (cf. skr. málam « boue ») et *gwerh3 « manger » : « qui mange des ordures », terme injurieux.
Russian (Dvoretsky)
μολοβρός: ὁ μολύνω + βιβρώσκω или ὄβρια бран. грязный обжора Hom.
Greek (Liddell-Scott)
μολοβρός: ὁ, ὁ ἀκόρεστος τροφῆς, λαίμαργος ἄνθρωπος, γαστρίμαργος, ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ ῥίζα, ταπεινή, μόλις αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. (Κατὰ τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις μολόβριον, μολοβρίτης προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ ῥίζα εἶναι (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ μέλας, μολύνω, ἡ κυριολεκτικὴ σημασία αὐτοῦ θὰ εἶναι, μέλας ἢ ῥυπαρὸς χοῖρος).
English (Autenrieth)
glutton, gormandizer, Od. 17.219 and Od. 18.26.
Greek Monolingual
μολοβρός, ὁ (Α)
1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος
2. ως επίθ. μολοβρός, -ή, -όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» — η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που μόλις αναπτύσσεται, μόλις προβάλλει από το έδαφος, Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως παρωνύμιο σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. < μέλας, μολύνω + ὄβρια, ὀβρίκαλα «βλαστάρι» (πρβλ. μολεύω) + βορά, οπότε θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή morogoro ως ανθρωπωνύμιο].
Greek Monotonic
μολοβρός: ὁ, λαίμαργος τύπος, αχόρταγος άνθρωπος, λέγεται για ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: scornful or ignominious qualification, by the goat-herd Melanthos and the beggar Iros referred to the unknown Odysseus (ρ 219, σ 26; after this Lyc. 775); also of the head (κεφαλή) of a plant in unknown meaning (Nic. Th. 662).
Dialectal forms: Myc. moroqoro /mologʷros/
Derivatives: μολόβρ-ιον n. the young of a swine (Ael.), -ίτης ὗς ds. (Hippon.). -- PN Μόλοβρος m. (Th. 4, 8, 9; Lacon.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular word, because of the uncertain meaning hard to assess. Several proposals of doubtful value from old and new times: ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν (sch. Lyc. 775); from μέλας, μολύνω and τὰ ὄβρια, ὀβρίκαλα the young of animals (Curtius 370); to βλιβρόν λαγρόν H. and βλάβη (Fick BB 28, 97; agreeing Bechtel Lex. s.v. and Hist. Personennamen 502); from *μολός runner, shoot (cf. μολεύω) and βορά (Grošelj Živa Ant. 2, 212f.); s. also Reynen Herm. 85, 142 w. n. 2. - Neumann HS 105(1992) 75-80 derives it form *μολος, Skt. málam dirt (from *melo- or *molHo-) and the root *gʷrh₃- eat in βιβρώσκω; but -*gʷr̥Ho- would have given *-βαρο-. Rather a Pre-Greek word.
Middle Liddell
μολοβρός, οῦ, ὁ,
a greedy fellow, applied to a beggar, Od. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
μολοβρός: {molobrós}
Grammar: m.
Meaning: höhnische od. schimpfliche Benennung, vom Ziegenhirten Melanthos und vom Bettler Iros auf den nicht erkannten Odysseus bezogen (ρ 219, σ26; danach Lyk. 775); auch vom Kopf (κεφαλή) einer Pflanze in unklarer Bed. (Nik. Th. 662).
Derivative: Davon μολόβριον n. das Junge eines Wildschweins (Ael.), -ίτης ὗς ib. (Hippon.). — PN Μόλοβρος m. (Th. 4,8,9; lakon.).
Etymology: Volkstümliches Wort, schon wegen der unsicheren Grundbedeutung schwierig zu beurteilen. Mehrere Vorschläge von zweifelhaftem Wert aus alter und neuer Zeit: ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν (Sch. Lyk. 775); von μέλας, μολύνω und τὰ ὄβρια, ὀβρίκαλα die Jungen von Tieren (Curtius 370); zu βλιβρόν· λαγρόν H. und βλάβη (Fick BB 28, 97; zustimmend Bechtel Lex. s.v. und Hist. Personennamen 502); von *μολός Ausläufer, Wurzelschößling (vgl. μολεύω) und βορά (Grošelj Živa Ant. 2, 212f.); s. noch Reynen Herm. 85, 142 m.A.2.
Page 2,250-251