ἀνδρίζω
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
A make a man of, make manly, τοὺς γεωργοῦντας X.Oec.5.4. II mostly in Pass. or Med., come to manhood, Ar.Fr.744, Hyp.Fr.228, Luc.Anach.15. 2 play the man, X.An.4.3.34, Pl. Tht.151d, Arist.EN1115b4, LXXJo.1.6,al., 1 Ep.Cor.16.13; dress like a man, Philostr.Im.1.2. 3 sens. obsc., D.C.79.5; of a eunuch, ἀ. ἐπὶ γυναῖκα Philostr.VA1.37, cf. Ep.54, Ach.Tat.4.1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνδραΐζ- Epiph.Const.Haer.66.33; ἀνδρεΐζ- Clem.Al.Strom.2.18.81, 4.7.48
I en v. act. hacer viril, endurecer (γῆ) γεωργοῦντας ἀνδρίζει (la tierra) endurece a los que la trabajan X.Oec.5.4
•dar valor ἐὰν γὰρ θεὸς ἐθέλῃ καὶ ἀνδρίζῃ si la divinidad lo quiere y te da valor Pl.Tht.151d.
II en v. med.
1 alcanzar la virilidad τῷ σώματι ἀνδρίζεσθαι Luc.Anach.15, cf. Ar.Fr.744, Hyp.Fr.228, Clem.Al.Prot.11.111.
2 obrar virilmente, obrar esforzadamente, resistir οἱ δὲ ὑπαντήσαντες ἀνδριζόμενοι ... διέβησαν X.An.4.3.34, ἀνδρίζεσθαι τὸν ἀστεῖον Plu.2.1046f, cf. Arist.EN 1115b4, LXX Io.1.6, 1Ep.Cor.16.13, μὴ ... ὀλιγοψυχήσητε ἀλλ' ἀνδρίζεσθε PPetr.2.40(a).13, PCair.Zen.79.4 (III a.C.), en act. mismo sent. ἄνδρισαι τῇ ἰσχύϊ σφόδρα LXX Na.2.2
•de una mujer ἀνδρεϊζομένη Clem.Al.Strom.4.7.48, cf. Gr.Naz.M.35.797C
•de animales ser intrépido τοὺς λέοντας φυσικῶς τολμᾶν καὶ ἀνδρίζεσθαι S.E.P.3.193
•irón. hacerse el valiente ἐν οἴνῳ μὴ ἀνδρίζου LXX Si.31.25
•esforzarse por ἵνα ἀναπληρῶ τοὺς φόρους para pagar los impuestos, PSI 326.10 (III a.C.).
3 vestir como un hombre συγχωρεῖ δὲ ὁ κῶμος καὶ γυναικὶ ἀνδρίζεσθαι Philostr.Im.1.2, ἀνδρεΐζεσθαι ἡμᾶς βούλεται Clem.Al.Strom.2.18.81.
4 en sent. sexual o erót. comportarse como un hombre ἐπὶ τὴν γυναῖκα Philostr.VA 1.37, νῦν μὲν ἀνδρίζεσθαι καιρός Ach.Tat.2.10.1, περιπτυξάμενος αὐτὴν οἷός τε ἤμην ἀνδρίζεσθαι Ach.Tat.4.1.2, cf. fig. Philostr.Ep.54
•de hombres tener relaciones homosexuales activas ἠνδρίζετο καὶ ἐθηλύνετο D.C.79.5.5.
German (Pape)
[Seite 218] (zum Manne machen), abhärten, Xen. Oec. 5, 4. Gew. med., sich als Mann zeigen, sich männlich, muthig betragen, Plat. Theaet. 151 d; vgl. Xen. An. 4, 3, 34; 5, 8, 15 wird κινεῖσθαι καὶ ἀνδρ. entgegengesetzt dem καθῆσθαι καὶ βλακεύειν, also sich tüchtig anstrengen; ἀνδρίζεται τὰ πολλά, er benimmt sich wie ein Mann, Luc. Eun. 13; τῷ σώματι, männliche Kraft bekommen, Gymn. 15; ἠνδρίσατο, Suid.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
rendre fort comme un homme, fortifier;
Moy. ἀνδρίζομαι (seul. prés. et impf.) agir en homme, virilement.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρίζω:
1) воспитывать как мужей, закалять (τοὺς τῇ ἐπιμελείᾳ γεωργοῦντας Xen.);
2) преимущ. med. вести себя как подобает мужам, быть мужественным Xen., Arst., Plut., Luc.: ἀνδριστέον Plat. нужно быть мужественным.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρίζω: μέλλ. -ίσω = καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, σκληραγωγῶ, τοὺς δὲ τῇ ἐπιμελείᾳ γεωργοῦντας ἀνδρίζει Ξεν. Οἰκ. 5, 4. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ μέσ. = ἀνδροῦμαι, καθίσταμαι ἀνήρ, ἔρχομαι εἰς ἡλικίαν ἀνδρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653. 2) φέρομαι ὡς ἀνήρ, πράττω τὰ τοῦ ἀνδρός, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ἀνδρίζῃ Πλάτ. Θεαίτ. 151D. - ἅμα δὲ καὶ ἀνδρίζονται ἐν οἷς ἐστιν ἀλκὴ Ἠθ. Νικ. 3. 6, 12. - ἐνδύομαι ὡς ἀνήρ, «συγχωρεῖ δὲ ὁ κῶμος καὶ γυναικὶ ἀνδρίζεσθαι», δηλ. ἀνδρικὴν ἐνδύεσθαι στολήν, Φιλόστρ. 766, πρβλ. Λουκ. Ἀναχ. 15· ἀντίκειται τῷ βαλακεύω, μαλθακίζομαι. 3) ἐπὶ αἰσχρᾶς σαρκικῆς μίξεως συγγίγνομαί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θηλύνομαι, ἠνδρίζετο καὶ ἐθηλύνετο καὶ ἔπραττε καὶ ἔπασχε Δίων Κ. 79. 5.
English (Thayer)
(ἀνήρ); to make a man of or make brave (Xenophon, oec. 5,4). Middle present ἀνδρίζομαι; to show oneself a Prayer of Manasseh, be brave: A. V. quit you like men). (Often in the Sept.; Xenophon, Plato, Appian, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ἀνδρίζω (AM)
μσν.
1. δυναμώνω, ενισχύω
2. μέσ. ἀνδρίζομαι
α) δείχνω ανδρεία
β) αναθαρρώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον γενναίο
2. μέσ. α) ανδρώνομαι
β) φέρομαι ως άνδρας
γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα
δ) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -ίζω.
ΠΑΡ. ανδρισμός, αρχ. ανδριστέον, ανδριστί].
Greek Monotonic
ἀνδρίζω: μέλ. -ίσω (ἀνήρ), καθιστώ κάποιον ανδρικό — Παθ. ή Μέσ., έρχομαι σε ηλικία ανδρός, συμπεριφέρομαι ως άνδρας, έχω ανδρική συμπεριφορά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀνήρ
to make a man of: Pass. or Mid. to come to manhood, behave like a man, play the man, Plat.