στρατοπεδάρχης
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ου, ὁ, military commander, BGU1822.13 (i B.C., prob.), D.H.10.36, J.BJ6.4.3, Mitteis Chr.87.5 (ii A.D.), Procl.Par. Ptol.245; = praefectus castrorum, CIL 3.13648, 141875 (Pontus), Luc. Hist.Conscr.22, Gloss.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, Anführer des Lagers, Luc. hist. conscr. 22; tribunus legionis, D. Hal. 10, 36.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant d'une armée.
Étymologie: στρατόπεδον, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατοπεδάρχης -ου, ὁ [στρατόπεδον, ἄρχω] commandant van het legerkamp.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτοπεδάρχης: ου ὁ стратопедарх, начальник лагеря Luc.
English (Strong)
from στρατόπεδον and ἄρχω; a ruler of an army, i.e. (specially), a from στρατόπεδον and ἄρχω; a ruler of an army, i.e. præfect: captain of the guard.
English (Thayer)
(στρατοπεδαρχος) στρατοπεδαρχου, ὁ: see the preceding word. The dative στρατοπεδάρχῳ is the reading of some manuscripts (cf. WH rejected marginal reading) in ἑκατοντάρχης, at the beginning]
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
διοικητής στρατοπέδου
νεοελλ.
αξιωματικός στον οποίο έχουν ανατεθεί δικαιοδοσίες και καθήκοντα ανάλογα με του φρουράρχου σε περίπτωση κατά την οποία περισσότερες από μία στρατιωτικές μονάδες, οικονομικώς και διοικητικώς ανεξάρτητες, έχουν εγκατασταθεί σε κοινό στρατόπεδο
μσν.
τίτλος ανώτατου αξιωματικού στον βυζαντινό στρατό
αρχ.
στρατιωτικός διοικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατόπεδο(ν) + -άρχης].
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, Λατ. tribunus legionis, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, Λατιν. tribunus legionis, Διον. Ἁλ. 10. 36, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.
Middle Liddell
στρᾰτοπεδ-άρχης, ου, ὁ,
a military commander, Lat. tribunus legionis, Luc.
Chinese
原文音譯:stratoped£rchj 士特拉拖-胚得-阿而黑士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:戰爭-足-原始(軍事-紮營-統領)
字義溯源:軍隊之統領,御營統領;由(στρατόπεδον)=營地)與(ἄρχω)*=為首)組成,而 (στρατόπεδον)又由(στρατιά)=類似營房)與(πεδινός)=平的)組成,其中 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊),而 (πεδινός)出自(πούς)*=足)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 御營統領(1) 徒28:16
French (New Testament)
ου (ὁ) commandant militaire, commandant d'un camp militaire
στρατόπεδον, ἄρχω