ἐκσημαίνω

From LSJ
Revision as of 19:22, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσημαίνω Medium diacritics: ἐκσημαίνω Low diacritics: εκσημαίνω Capitals: ΕΚΣΗΜΑΙΝΩ
Transliteration A: eksēmaínō Transliteration B: eksēmainō Transliteration C: eksimaino Beta Code: e)kshmai/nw

English (LSJ)

disclose, indicate, S.El.1191.

Spanish (DGE)

1 dejar entrever πόθεν τοῦτ' ἐξεσήμηνας κακόν; ¿de quién procede el crimen que dejaste entrever? S.El.1191.
2 en v. med. significar, dar a entender μὴ νομίσῃς δὲ τοῦτο ἁπλῶς ἐκσημήνασθαι τὴν θείαν Γραφήν Chrys.M.53.272.

German (Pape)

[Seite 778] bezeichnen, aussprechen, Soph. El. 1182.

French (Bailly abrégé)

indiquer, expliquer.
Étymologie: ἐκ, σημαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσημαίνω: (aor. ἐξεσήμηνα) указывать, возвещать (κακόν τι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσημαίνω: ὑπαινίττομαι, Σοφ. Ἠλ. 1191.

Greek Monolingual

ἐκσημαίνω (Α)
1. σημαίνω, δηλώνω, υπαινίσσομαι
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
3. ανακαλύπτω.

Greek Monotonic

ἐκσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, φανερώνω, αποκαλύπτω, υποδεικνύω, μαρτυρώ, γνωστοποιώ, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -ᾰνῶ
to disclose, indicate, Soph.