ἐπιρρίπτω
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
(A ἐπῐρίπτω AP5.128 (Autom.)), cast at, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Od.5.310; διώκων ἐ. ἑαυτόν throws himself upon his prey, Arist.HA629b20; Βρούτῳ τὴν αὑτοῦ φοινικίδα ἐ. Plu.Ant.22; χεῖρα ἐ., Lat. manum injecit, AP9.84 (Antiphan.): metaph., ἐ. πλάνας τινί A.Pr.738; ψευδεῖς αἰτίας ἐ. D.S. 14.12; τὴν μέριμναν ἐπὶ [θεόν] 1 Ep.Pet.5.7; inflict, πολλὰσκληρὰ . . ἐπιρριφήσεται, c. dat., Nech.in Cat.Cod.Astr.7.146. 2. apply a plaster or fomentation, Sor.1.50 (Pass.), 69; σκεπάσματα Dsc.5.88. 3. Pass., -όμενα σκιρρώματα spreading over the surface, Id.1.42. 4. requisition, ἔργα PTeb.5.249 (ii B.C.); ἱερεῖα τρέφειν ib.183. 5. metaph. in Pass., to be imminent, οὐ βραχὺς ἐπέρριπτο κίνδυνος Ph.2.594. II. throw out opinions, ἀδιορίστως ἐ. περὶ τῶν λοιπῶν, v.l. for -, Arist.Metaph.986a34.
French (Bailly abrégé)
jeter sur : τινί τι lancer qch à qqn ; τινι δοῦρα OD lancer des javelots contre qqn ; πλάνας τινί ESCHL jeter qqn dans des courses errantes, condamner qqn à des courses errantes.
Étymologie: ἐπί, ῥίπτω.
German (Pape)
zuwerfen, gegen Einen werfen, δοῦρά μοι ἐπέρριψαν, sie warfen Speere gegen mich, Od. 5.310; τῇδε θεὸς τάσδ' ἐπέρριψε πλάνας Aesch. Prom. 740, verhängte über sie; ὁ λέων ἐπιρρίπτει ἑαυτὸν ὅταν ᾖ πλησίον, stürzt sich darauf, Arist. H.A. 9.44; χεῖρα δ' ἐπέρριψεν, legte Hand an, Antiphan. 6 (IX.84), und öfter bei Sp.; auch übertragen, ψευδεῖς αἰτίας ἐπιρρίπτων DS. 14.12. – Bei Arist. met. 1.5 ist οὕτως ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν nachlässig so hinwerfen, vom Schreiben.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρίπτω:
1 (на кого-л., что-л. или в кого-л.) бросать, кидать, метать (δοῦρά τινι Hom.; τὸν θυρεόν Plut.): ἐ. ἑαυτόν Arst. бросаться, устремляться;
2 набрасывать, накидывать (στεφάνους Polyb.; τὴν φοινικίδα τινί Plut.; τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον NT);
3 навязывать: ἐ. πλάνας τινί Aesch., обречь кого-л. на скитания;
4 вскользь высказывать взгляды, мнения: ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν Arst. об остальном (Алкмеон Кротонский) высказался неопределенно;
5 возлагать (πᾶσαν τὴν μέριμναν ἐπί τινα NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρίπτω: ῥίπτω ἐναντίον τινός, ὅτε μοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν Ὀδ. Ε. 310· ὁ λέων ἐπ. ἑαυτόν, ῥίπτει ἑαυτόν, ὁρμᾷ ἐπὶ τῆς λείας του, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ῥίπτω ἐπάνω εἴς τινα, ἐπ. στεφάνους Πολύβ. 18. 29, 12· Βρούτῳ τὴν φοινικίδα Πλουτ. Ἀντών. 22· χεῖρα δ’ ἐπέρριψεν (ἐπὶ τοῦ κύτους), ἔρριψεν ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα, ἐπελάβετο αὐτοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 84: - μεταφ., προξενῶ, τῇδε γὰρ θνητῇ θεός... τάσδ’ ἐπέρριψε πλάνας Αἰσχύλ. Πρ. 738· ἐπιρρίπτω κατά τινος, ψευδεῖς αἰτίας ἐπιρρίπτων, Διόδ. 14. 12. ΙΙ. ἐκφέρω γνώμην, ἀδιορίστως ἐπ. περὶ τῶν λοιπῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 309.
English (Autenrieth)
(ϝρίπτω), aor. ἐπέρρῖψαν: fling upon or at, Od. 5.310†.
English (Thayer)
(L T Tr WH ἐπιρίπτω, see Rho): 1st aorist ἐπέρριψα; (ῤίπτω); to throw upon, place upon: τί ἐπί τί, Vulg. projicere, to throw away, throw off): τήν μέριμναν ἐπί Θεόν, i. e. to cast upon, give up to, God, Homer, Odyssey 5,310 down.)
Greek Monolingual
ἐπιρριπτῶ, -έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) ριπτώ
1. ρίχνω εναντίον κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν ἄνωθεν», Ξεν.)
2. ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῦν
τες καὶ λημνίσκους», Πολ.)
3. (αμτβ.) (για σκυλιά) ακολουθώ τα ίχνη, ρίχνομαι στα ίχνη («αἱ δ’ ἐπειδὰν λαμπρὰ ᾖ τὰ ἴχνη ἐπιρριπτοῦσαι», Ξεν.).
(AM ἐπιρρίπτω) ρίπτω
1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ.
β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῦ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.)
2. αποδίδω κάτι σε κάποιον, τον θεωρώ υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», Διόδ. Σικ.)
μσν.
1. «ἐπιρρίπτω ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, παίρνω κάποιον ως σύζυγο
2. «ἐπιρρίπτω τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου
αρχ.
1. επιβάλλω, αναγκάζω («μηδὲ ὄρνιθας μηδὲ οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)
2. εκφράζω τη γνώμη μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἐπιρρίπτω: μέλ. -ψω, βάλλω εναντίον κάποιου, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· χεῖρα ἐπ., βάζω στο χέρι, σε Ανθ.· μεταφ., επιρρίπτω, εξαπολύω κάτι εναντίον κάποιου, τί τινι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. ψω
to cast at another, c. dat., Od.; χεῖρα ἐπ. to lay hand upon, Anth.:—metaph. to throw upon one, τί τινι Aesch.
B. ἐπιρριπτέω
1. = ἐπιρ-ρίπτω, only in pres. and imperf., Xen.
2. intr. to throw oneself upon the track, Xen.