παγίδα
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
Greek Monolingual
η (ΑΜ παγίς, -ίδος)
1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου
2. μτφ. μέσο ή πράξη που με δόλο επιδιώκει την εξαπάτηση κάποιου
νεοελλ.
1. στρ. τέχνασμα που χρησιμοποιούν οι εμπόλεμοι για να εξαπατήσουν και να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους
2. φυσ. θέση στο εσωτερικό ενός στερεού, συνήθως ημιαγωγού, η οποία εμποδίζει την κίνηση τών φορέων του ηλεκτρικού ρεύματος, θέση στην οποία μπορεί να βρίσκεται μία πρόσμιξη ή μία αταξία στη δομή του υλικού
3. φρ. α) «παγίδα ατμού»
τεχνολ. απαραίτητο εξάρτημα σωληνώσεων ατμού, όπου ο υγροποιημένος ατμός απορρίπτεται αυτόματα χωρίς να επιτρέπεται η διαφυγή του σε ξηρή κατάσταση
β) «παγίδα ιόντων»
φυσ. διάταξη η οποία εκτρέπει τα ιόντα που σχηματίζονται στους καθοδικούς παλμογράφους και προστατεύει έτσι τη φθορίζουσα οθόνη από την ταχεία φθορά ή την καταστροφή τους
μσν.
η πλευρά του σκελετού τών ανθρώπων ή τών ζώων, παΐδι
αρχ.
1. η άγκυρα, επειδή συγκρατεί το πλοίο
2. φρ. «δουρατέα παγίς» — ο δούρειος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θρυαλλ-ίς)].
Translations
trap
Albanian: kurth; Arabic: فَخّ, مِصْيَدَة; Egyptian Arabic: فخ; Armenian: թակարդ, ծուղակ, որոգայթ; Assamese: ফান্দ; Azerbaijani: tələ, duzaq; Bashkir: тоҙаҡ; Belarusian: пастка; Bulgarian: капан, клопка, примка; Catalan: parany, trampa; Cebuano: lit-ag; Chinese Mandarin: 陷阱, 圈套; Czech: past, léčka; Danish: fælde; Dutch: val; Esperanto: kaptilo; Estonian: püünis, lõks; Finnish: ansa, loukku, sadin; French: piège, collet; Galician: trampa, trapela, ichó, panterlo; Georgian: ხაფანგი, მახე; German: Falle; Greek: παγίδα, δόκανο; Ancient Greek: παγίς; Hebrew: מַלכּוֹדֶת; Higaonon: lit-ag; Hungarian: csapda, kelepce; Italian: trappola, tranello; Japanese: 罠; Kazakh: қақпан, тұзақ; Khmer: អន្ទាក់; Kikuyu: mũtego class 3, gĩterenge class Korean: 덫, 올가미, 함정(陷穽)(檻穽); Kurdish Central Kurdish: تەڵە; Kyrgyz: капкан; Lao: ຂາ, ກັບ, ກະຕໍ່າ, ຄືນ; Latin: tenus; Latvian: lamatas, slazds, murds; Lithuanian: spąstai, pinklės; Luhya: kumutego; Lü: ᦟᦸᧄ, ᦷᦢᧂᧉᦢᦱᧆ; Macedonian: стапица, клопка; Malay: jerat; Malayalam: കെണി; Maori: tārore; Meru: mutego; Mongolian Cyrillic: урхи, хавх; Navajo: beeʼódleehí; Norwegian Bokmål: felle; Old English: fealle; Persian: تله, نژنک, دام; Polish: pułapka, potrzask, zapadnia, matnia; Portuguese: armadilha, arapuca; Russian: ловушка, западня, капкан, силок; Scottish Gaelic: ribe; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑мка; Roman: zȃmka; Slovak: pasca; Slovene: past, zanka; Spanish: trampa, cepo; Swahili: mtego; Swedish: fälla; Tagalog: bitag; Tajik: қапқон, дом; Tatar: тозак; Thai: กับ, กับดัก; Tibetan: རྙི; Turkish: tuzak, kapan; Turkmen: duzak; Ukrainian: пастка, хапка; Uyghur: قاپقان, توزاق; Uzbek: qopqon, tuzoq; Vietnamese: bẫy; Welsh: trap, magl; Yup'ik: kapkaanaq
snare
Albanian: lak; Arabic: شَرَكٌ, مِصْيَدَةٌ; Egyptian Arabic: فخ; Armenian: թակարդ, ծուղակ, որոգայթ; Aromanian: alats, alatsu; Bashkir: тоҙаҡ; Bulgarian: капан, примка; Catalan: llaç; Chinese Mandarin: 陷阱, 圈套; Czech: oko, léčka, nástraha; Dutch: strop, val, klem; Finnish: ansalanka; French: collet, piège; Galician: ichó; Georgian: ხაფანგი; German: Schlinge, Falle; Gothic: 𐍅𐍂𐌿𐌲𐌲𐍉; Ancient Greek: παγίς, βρόχος; Hebrew: פַּח; Hungarian: csapda, kelepce; Irish: dol, gaiste, súil ribe; Italian: laccio, trappola, tagliola; Japanese: 罠; Kurdish Central Kurdish: داو; Kyrgyz: тузак; Latin: laqueus, transenna, tenus; Lü: ᦟᦸᧄ, ᦷᦢᧂᧉᦢᦱᧆ; Malayalam: കെണി; Maori: tāhei, rore, toromāhanga, taeke; Middle English: snare; Navajo: beeʼódleehí; Occitan: trapèla, laç, sedon, bagada, tenda, tendèla; Old English: grin; Persian: دام, پهند, لاتو; Polish: sidła, pułapka fm, sidło; Portuguese: laço; Romanian: cursă, laț, capcană; Russian: силок, ловушка, западня; Sardinian: latu, lantu, latzu, lassu; Scottish Gaelic: ribe; Spanish: lazo; Swedish: snara; Walloon: bricole, laesse; Welsh: magl; Western Bukidnon Manobo: litag