προαποπέμπω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
send away, dismiss before, D.C.60.34:—Med., X.Cyr.4.2.29:—Pass., Th.3.25.
German (Pape)
[Seite 708] vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
renvoyer auparavant, envoyer par avance.
Étymologie: πρό, ἀποπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αποπέμπω vooraf wegsturen.
Russian (Dvoretsky)
προᾰποπέμπω: тж. med. высылать заранее или вперед (τὰς γυναῖκας ἐν ταῖς ἁρμαμάξαις Xen.): προαποπεμφθῆναι Thuc. быть высланным вперед.
Greek Monolingual
Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῖς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», Ξεν.).
Greek Monotonic
προαποπέμπω: μέλ. -ψω, διώχνω μακριά από πριν, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προαποπέμπω: ἀποπέμπω, ἀπολύω πρότερον, Θουκ. 3. 25, Δίων Κ. 60. 34. ― Μέσ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 29.