σιρός

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιρός Medium diacritics: σιρός Low diacritics: σιρός Capitals: ΣΙΡΟΣ
Transliteration A: sirós Transliteration B: siros Transliteration C: siros Beta Code: siro/s

English (LSJ)

ὁ,
A pit for keeping corn in, IG12.76.10, S.Fr.276, E.Fr.827, Anaxandr.41.28 (anap.), D.8.45, 10.16, PLond.2.216.11 (i A.D.).
II pitfall, Longus 1.11. [ῐ, E.l.c., Anaxandr. l.c., Eratosth.35.4, ῑ in Xenoph.(?) 41 D.: later written σειρός, D.S.19.44, 2 Ep.Pet.2.4, PLeid.X.50 B. (iii/iv A.D.).]

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, auch σειρός geschrieben, die Grube, bes. um Getreide darin aufzubewahren; Eur. Phrix. 4, ὀλυρῶν τῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς, Dem. 8, 45, vgl. 10, 16; βολβῶν, Anaxandr. b. Ath. IV, 131 (v. 28); auch Wolfsgrube, lat. sirus. – [Eratosth. ep. 3 hat ι kurz, aber im gemeinen Leben nach Draco p. 81, 25 lang.]

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 vase pour conserver le blé;
2 silo ; p. ext. fosse, cave.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῐρός -οῦ, ὁ, later σειρός, graanopslagplaats.

Russian (Dvoretsky)

σῑρός: (Anth. ῐ) ὁ зернохранилище Eur., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

σιρός: ὁ βόθροςδοχεῖον ἐν ᾧ τηρεῖται σῖτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 824, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 28, Δημ. 100 ἐν τέλ. ΙΙ. βόθρος, παγίς, Λατ. sirus, Λόγγ. 1. 11, Ἡσύχ. [ῐ Ἀναξανδρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., Ἀνθ. Π. παράρτημ. 25· ἀλλ’ ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ ῑ, Δράκων σ. 81, ὅθεντύπος σειρός].

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α
κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών
νεοελλ.
τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της, το είδος τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. σιλό (α. «σιρός σιτηρών» β. «σιρός χορτονομής» γ. «σιρός για ρίζες και βολβούς»)
αρχ.
λακκούβα, παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

σιρός: [ῐ], ὁ, αποθήκη ή δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών, σε Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pit for keeping corn, silo (Att. inscr. Va, S. Fr., E. Fr., D., hell. a. late), also (metaph.) pitfall (Longus) and = δεσμωτήριον (H.; s. on κέραμος).
Other forms: Quantity changing, mostly short, later also σειρός).
Compounds: σιρο-μάστης m. "seeker of pits", probe, gauge (Ph. Bel., LXX a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. Supposition by Solmsen IF 30, 11 and Persson Eranos 20, 80ff.: prop. "bending in, falling in" to σιμός (s. v.) etc.; not very satisfactory. -- Here also σίραιον n. (-ος οἶνος) boiled down must (com. a.o.)? -- Furnée 255 considers σίραιον as Pre-Greek because of the ending -αιον.

Middle Liddell

σῐρός, οῦ, ὁ,
a pit or vessel for keeping corn, Dem.

Frisk Etymology German

σιρός: {sirós}
Forms: (Quantität schwankend, meist Kürze, später auch σειρός)
Grammar: m.
Meaning: Getreidegrube, Silo (att. Inschr. Va, S. Fr., E. Fr., D., hell. u. sp.), auch (übertr.) Fallgrube (Longus) und = δεσμωτήριον (H.; s. zu κέραμος); σιρομάστης m. "Grubensucher", Sonde, Visierstab (Ph. Bel., LXX u. a.).
Etymology: Technisches Wort ohne Etymologie. Vermutung von Solmsen IF 30, 11 und Persson Eranos 20, 80ff.: eig. "Einbiegung, Einsenkung" zu σιμός (s. d.) usw.; wenig befriedigend. — Hierher auch σίραιον n. (-ος οἶνος) eingekochter Most (Kom. u.a.)?
Page 2,710

Chinese

原文音譯:seir£ 些拉
詞類次數:名詞(1)
原文字根:地穴
字義溯源:鏈子^,繩索,粗繩,坑,地穴;或出自(σύρω)=拖拉*)。同源字: (βρέφος)4,腳鐐 2) (σειρά / σιρός / σειρός)鏈子
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 坑中(1) 彼後2:4

English (Woodhouse)

magazine for corn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)