ἀνδρεῖος

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρεῖος Medium diacritics: ἀνδρεῖος Low diacritics: ανδρείος Capitals: ΑΝΔΡΕΙΟΣ
Transliteration A: andreîos Transliteration B: andreios Transliteration C: andreios Beta Code: a)ndrei=os

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἀνδρ-ήιος, η, ον (codd. of Hdt. have the common form in the Comp. and Sup. ἀνδρειότερος, -ότατος, 1.79,123), Delph. ἀνδρέος GDI1724, al.:—

   A of or for a man, στέγη dub. in A.Fr.124; θαἰμάτια Ar.Ec.75; opp. γυναικεῖος, Id.Th.154, Archipp.6D., Pl.R. 451c, X.Mem.2.7.5; πέπλοι Theoc.28.10 (where ἀνδρέϊοι) ; αὐλός (v. αὐλός) Hdt.1.17; ἀ. ἀγορά the men's market, CIG3657 (Cyzicus); ἀνδρεῖος (sc. σύλλογος) Test.Epict.1.22, 2.29; ἀνδρεῖα ἠμπίσχετο vestem virilem, D.L.3.46; ἀ. ἱμάτιον, = toga virilis, Plu.Brut.14.    II manly, masculine, courageous, ῥώμη Hdt.7.153, etc.; even of women, Arist.Pol.1277b22, Po.1454a23; and in bad sense, stubborn, ἀναίσχυντος καὶ ἀ. τὰ τοιαῦτα Luc.Ind.3: neut., τὸ ἀνδρεῖον, = ἀνδρεία, Th. 2.39; καὶ τοῦτ' ἐμοὶ τἀνδρεῖον ἡ προμηθία E.Supp.510; ἔβησαν εἰς τἀνδρεῖον Id.Andr.683. Adv. -ως Ar.Pax498, al.: Sup. -ότατα Pl.Plt. 262a.    2 of animals, Arist.HA488b17, cf. Pl.La.196d, 196e.    3 of things, strong, vigorous, λαφυγμός Eup.148; θήρατρον Ael.VH 1.1.    III ἀνδρεῖα, τά, the public meals of the Cretans, also the older name for the Spartan φειδίτια or φιλίτια (q.v.), Alcm.22, Arist. Pol.1272a3, Plu.Lyc.12, Str.10.4.18 (v.l. ἄνδρια:—also ἀνδρήιον, τό, Cretan for the public hall, GDI4992 a ii 9, cf. 5040.38, al.    IV ἀνδρεῖον, τό, = σίνηπι ἄγριον, Ps.-Dsc.2.154.

German (Pape)

[Seite 217] (Her. ἀνδρήϊος, Theocr. 28, 10 ἀνδρέϊος), männlich, den Mann betreffend, dem γυναικεῖος entgeggstzt, αὐλός Her. 1, 17; Plat. δρᾶμα Rep. IV, 451 c; μαθήματα Alc. 1, 187 a; ὑποδήματα Xen. Cyr. 8, 2, 5; ἱμάτιον Mem. 2, 7, 5; τὸ ἀνδρεῖον, das männliche Glied, Luc. D. meretr. 5 Mort. 28, 2. Dah. bes. männlich, muthig, ῥώμη Her. 7, 153. Bei Plat., der Gorg. 491 b erkl. ἀνδρ. ἱκανοὶ ὄντες, ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν, Ggstz von δειλός, Phaedr. 239 a; oft mit σώφρων vbdn, Prot. 349 ff.; von θαῤῥαλέος, dreist, unterschieden, wie von θρασύς, Arist. Eth. Nic. 3, 7; τὸ ἀνδρεῖον, Mannskraft, Thuc. 2, 39; τὰ ἀνδρεῖα, die gemeinschaftlichen Mahlzeiten der Männer bei den Kretern, wie die φειδίτια bei den Spartanern, Ath. V, 2, 186 b – Comp. ἀνδρειότερος, superl. -ότατος, Plat. – Adv., ἀνδρείως, männlich, Ar. P. 490; muthig, Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρεῖος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀλλ’ ὁ Ἡρόδ. τηρεῖ τὸν κοινὸν τύπον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἀνδρειότερος, -ότατος 1. 79, 123: - (ἀνήρ) ἀνδρικός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γυναικεῖος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 123· θαἰμάτια τἀνδρεῖα, τὰ ἀνδρικά, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 75· ἀνδρεῖα δ’ ἢν ποιῇ τις ὁ αὐτ. Θεσμ. 154, Πλάτ., Ξεν., πέπλοι Θεόκρ. 28. 10 (ἔνθα ἀνδρέϊοι)· αὐλὸς (ἴδε αὐλός) Ἡρόδ. 1. 17· ἀνδρ. ἀγορά, ἡ ἀγορὰ τῶν ἀνδρῶν, Ἐπιγρ. Κυζ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3657· (οὕτω, γυναικεῖα ἀγορὰ Μένανδ. ἐν «Συναριστώσαις» 7)· ἀνδρεῖος (δηλ. σύλλογος) Ἐπιγρ. Δωρικὴ ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 24· ἀνδρεῖα ἠμπίσχετο, «φοροῦσεν ἀνδρικά», vestem virilem, Διογ. Λ. 3. 46. ΙΙ. ἀνδρεῖος, γενναῖος, θαρραλέος, Ἡρόδ. 7. 153, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ἔτι δὲ καὶ γυνή, ὡς, δεῖ τὴν γυναῖκα εἶναι σώφρονα καὶ ἀνδρείαν Ἀριστ. Πολ. 1. 13, 3., 3. 4, 17· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἰσχυρογνώμων, εἰ καὶ πάνυ ἀναίσχυντος εἶ καὶ ἀνδρ. τὰ τοιαῦτα Λουκ. Πρὸς Ἀπαιδ. 3: - οὐδ. τὸ ἀνδρεῖον = ἀνδρεία, Θουκ. 2. 39· καὶ τοῦτο δὴ τἀνδρεῖον, ἡ προμηθία, τοῦτο εἶναι ἀληθὴς ἀνδρεία, ἡ πρόνοια, Εὐκρ. Ἱκ. 510· ἔβησαν πρὸς τἀνδρεῖον (ὡς τὸ πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι) ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 683: - Ἐπίρρ. -ως Ἀριστοφ. Εἰρ. 498, καὶ ἀλλ. ὑπερθ. -ότατα Πλάτ. Πολιτ. 262 Α. 2) ἐπὶ ζῴων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 196D καὶ Ε. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχυρός, ζωηρός, λαφυγμὸν ἀνδρεῖον πάνυ Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22· ἔργον Ἀριστοφ. Σφ. 1200· θήρατρον Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 1. ΙΙΙ. ἀνδρεῖα, τὰ, τὰ συσσίτια τῶν Κρητῶν, προσέτι τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα τῶν παρὰ Σπαρτιάταις φειδιτίων ἢ φιλιτίων (ἴδε τὰς λέξεις), Ἀλκμὰν 37, Ἀριστ. Πολ. 2. 10. 5 (ἔνθα, ὡς ἐν Πλουτ. Λυκούργῳ 12, εἶναι γεγραμμένον ἄνδρια), πρβλ. Μυλλ. π. Δωρ. 4. 3, 3: - ὡσαύτως, τὸ ἀνδρήϊον, Κρητικὴ λέξις, ἡ δημοσία αἴθουσα, Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2554. 51., 2556. 38.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 d’homme ; τὰ ἀνδρεῖα repas public des hommes, en Crète;
2 viril, courageux ; p. anal. ἀνδρεῖον θήρατρον ÉL filet solide ; τὸ ἀνδρεῖον THC courage viril.
Étymologie: ἀνήρ.