κρείσσων
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
ον, gen. ονος, as always in Ep. and old Att.; later Att. κρείττων; Ion. κρέσσων Hp.Fract.3, al., v.l. in Dionys.Trag. (v. infr. 11); Dor. κάρρων (q.v.); Cret. κάρτων Leg.Gort.1.15:—Comp. of κρατύς (v. κράτιστος),
A stronger, mightier, κ. βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ Il.1.80; esp. in battle, κρείσσοσιν ἶφι μάχεσθαι 21.486; Διὸς κ. νόος ἠέ περ ἀνδρῶν 16.688; κεραυνοῦ κρέσσον . . βέλος Pi.I.8(7).36, cf. Hdt.7.172, Hp.l.c., etc.; κρείσσων χεῖρας Antipho 4.4.7; τὸ τοῦ κ. συμφέρον Pl.R.338c, cf. Democr.267: hence, having the upper hand, superior, ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κ. τε γένηται Il.3.71; κ. ἀρετῇ τε βίῃ τε 23.578: as Law-term, of witnesses, κάρτονανς ἦμεν prevail, Leg.Gort.l.c. 2 freq. as Comp. of ἀγαθός, better, κρέσσονες one's betters, esp. in point of rank, Pi.O.10(11).39, N.10.72 (but also, the stronger, more powerful, E.Or.710, Th.1.8, etc.); ἐς τοὺς τοκέας καὶ ἐς τοὺς κρέσσονας τεθυμῶσθαι Hdt.3.52, cf. SIG685.134 (Magn. Mae., ii B. C.); οἱ κ. corps of guards at Thebes, Plu.2.598e; κρείσσονες θεοί, of the greater gods, as opp. to Oceanus, A.Pr.902 (lyr.); ὁ κ. Ζεύς Id.Ag.60 (anap.); οἱ κ. the Higher Powers, Id.Fr.10, Pl.Sph.216b, Euthd.291a, etc.; τὰ κρείσσω, = τὰ θεῖα, E.Ion973; τὸ κ. the Almighty, Providence, Corp.Herm.18.11, Jul.Ep.204, Agath.1.16, Procop.Gaz. Pan.p.492; τὰ κρείσσονα one's advantages, τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσω καταπροδοῦναι Th.4.10. 3 c. inf., οὔ τις ἐμεῖο κρείσσων . . δόμεναι no one has a better right to... Od.21.345; οὐκ ἄλλος κ. παραμυθεῖσθαι Pl. Plt.268b; κρεῖσσόν ἐστι c. inf., 'tis better to... κ. γάρ ἐστιν εἰσάπαξ θανεῖν ἢ . . πάσχειν κακῶς A.Pr.750, cf. 624, Hdt.3.52, etc.; τὸ μὴ εἶναι κ. ἢ τὸ ζῆν κακῶς S.Fr.488, cf. Apollod.Com.6; also κρείσσων εἰμί c. part., κ. γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός thou wert better not alive, than living blind, S.OT1368, cf. Aj.635 (lyr.); κ. ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενημένος Aeschin.1.192, cf. D.H.6.9. II c. gen. or ἤ, too great for, surpassing, beyond, ὕψος κ. ἐκπηδήματος A.Ag.1376; of evil deeds, κρείσσον' ἀγχόνης too bad for hanging, S.OT1374; κρεῖσσον δεργμάτων too bad to look on, E.Hipp.1217; θαυμάτων Id.Ba.667; λέγετι σιγῆς κρεῖσσον (κρέσσον PSI9.1093) ἢ σιγὴν ἔχε Dionys.Trag. 6; κρείσσον' ἢ λέξαι λόγῳ τολμήματα E.Supp.844; κ. ἢ λόγοισιν (sc. εἰπεῖν) Id.IT837; ἀναρχία κ. πυρός Id.Hec.608; πρᾶγμα ἐλπίδος κ. γεγενημένον worse than one expected, Th.2.64; κ. λόγου τὸ κάλλος X.Mem.3.11.1; κ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως Id.Cyr.7.5.9. III having control over, master of, esp. of desires and passions, τῶν ἡδονῶν Democr.214; τοῦ ἔρωτος X.Cyr.6.1.34; γαστρὸς καὶ κερδέων ib.4.2.45; αὑτῶν over themselves, Pl.Phdr.232a, al.; κ. χρημάτων superior to the influence of money, Th.2.60, Isoc.1.19; τῶν συμμάχων κ. X. Ath.2.1; also, putting oneself above, κ. τοῦ δικαίου Th.3.84; κρείσσους ὄντες . . τῷ λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου having reasoned themselves into an absolute belief of the hopelessness of certainty, ib.83; φαύλους καὶ κρείττους τῆς παιδείας, = οὓς παιδευθῆναι ἀδύνατον (just below), Arist.Pol.1316a9. IV better, more excellent, ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κ. Heraclit.54; κ. ἐπ' ἀρετήν Democr.181; ὁ κρείττων λόγος (opp. ὁ ἥσσων) Ar.Nu.113; κατὰ τὸ κ. in a higher sense, opp. κατὰ τὸ χεῖρον, Dam.Pr.7. V Adv. κρεισσόνως Antipho 4.4.6, Iamb.Myst.7.4; also κρεῖσσον S.OT176 (lyr.), OGI90.31 (Rosetta, ii B. C.). (κρέσσων from κρέτ-yων, cf. κρέτος; κάρτων and κάρρων from κάρτ-yων, cf. κάρτος; κρείσσων (like μείζων) prob. took ει from ὀλείζων.)
Greek (Liddell-Scott)
κρείσσων: -ον, γεν. ονος, ὡς ἀείποτε παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἀρχαίοις Ἀττ.· παρὰ μεταγεν. Ἀττ. κρείττων· παρὰ μεταγεν. Ἴωσι κρέσσων, ὡς καὶ παρὰ Πινδ.· Δωρ. κάρρων· ― συγκρ. τοῦ κρατὺς (ἴδε κράτιστος), ἰσχυρότερος, δυνατώτερος, μάλιστα ἐν μάχῃ, κρ. βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Ἰλ. Α. 80· κρείσσοσιν ἶφι μάχεσθαι Φ. 486· Διὸς κρ. νόος ἠέπερ ἀνδρῶν Π. 688· κεραυνοῦ κρέσσον... βέλος Πινδ. Ι. 8 (7), 72, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 172, κτλ.· κρείσσων χεῖρας Ἀντιφῶν 128. 39, κτλ.· ἐντεῦθεν ὑπερισχύων, νικῶν, ὑπέρτερος, ἀνώτερος, ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρ. τε γένηται Ἰλ. Γ. 71· κρ. ἀρετῇ τε βίῃ τε Ψ. 578. 2) ὡς πρὸς τὴν σημασίαν συχνὰ ὡς συγκριτικ. τοῦ ἀγαθός, καλλίτερος, οἱ κρέσσονες, οἱ ἀνώτεροί τινος, κυρίως κατὰ τὴν θέσιν ἢ τὸ ἀξίωμα, Πινδ. Ο. 10 (11). 47, Ν. 10. 136 (ἀλλ’ ὡσαύτως, οἱ ἰσχυρότεροι, δυνατώτεροι, Εὐρ. Ὀρ. 710, Θουκ. 1. 8, κτλ.)· κρείσσονες θεοί, ἐπὶ τῶν ὑπερτέρων θεῶν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Ὠκεανόν, Αἰσχύλ. Πρ. 902, πρβλ. Ἀποσπ. 7· ὁ κρ. Ζεὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 60· οὕτω, τὰ κρείσσω Εὐρ. Ἴων 973· τὸ κρ. Πλάτ. Σοφιστ. 216Β, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· ― τὰ κρείσσονα, τὰ πλεονεκτήματα, τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσονα καταπροδοῦναι Θουκ. 4. 10. 3) μετ’ ἀπαρ., οὔτις ἐμεῖο κρείσσων ᾧ κ’ ἐθέλω δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι (τόξον), οὐδεὶς ἔχει μεγαλείτερον δικαίωμα ἐμοῦ νά..., Ὀδ. Φ. 345· οὐκ ἄλλος κρ. παραμυθεῖσθαι Πλάτ. Πολιτ. 268Β· ― κρεῖσσόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι καλλίτερον νά..., κρ. γάρ ἐστιν εἰσάπαξ θανεῖν ἤ... πάσχειν κακῶς Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 750, πρβλ. Πρ. 624, Ἡρόδ. 3. 52, κτλ.· τὸ μὴ εἶναι κρ. ἢ τὸ ζῆν κακῶς Σοφ. Ἀποσπ. 436· ἀλλ’ ὡσαύτως, κρείσσων εἰμί, μετὰ μετοχ., ὡς, κρ. γὰρ ἦσθα μηκέτ’ ὢν ἢ ζῶν τυφλὸς Σοφ. Ο. Τ. 1368, πρβλ. Λοβ. Αἴ. 622 (635)· κρ. ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενημένος Αἰσχίν. 27. 16. ΙΙ. ἀνώτερος, ὑπερτερῶν, ὑπερβάλλων, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1376· ἐπὶ κακῶν πράξεων, κρείσσον’ ἀγχόνης, ἄξια μεγαλειτέρας τιμωρίας ἢ τοῦ δι’ ἀγχόνης θανάτου, Σοφ. Ο. Τ. 1374· κρεῖσσον θέαμα δεργμάτων ἢ ὥστε προσδέρκεσθαι Εὐρ. Ἱππ. 1217· θαύματος Βάκχ. 667· κρείσσον’ ἢ λέξαι τολμήματα Ἱκέτ. 844· κρ. ἢ λόγοισιν (ἐνν. εἰπεῖν) Ι. Τ. 837· ἀναρχία κρ. πυρὸς Ἑκ. 608· πρᾶγμα ἐλπίδος κρ. γεγενημένον, χειρότερον παρ’ ὅσον ἠδύνατό τις νὰ περιμένῃ, Θουκ. 2. 64· κρεῖττον λόγου τὸ κάλλος Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 1· κρ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 9. ΙΙΙ. ἔχων δύναμιν, ἰσχὺν ὑπερτέραν τινός, κύριός τινος, μὴ κυριευόμενος ὑπ’ αὐτοῦ, ἰδίως ἐπὶ ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν, τοῦ ἔρωτος αὐτόθι 6. 1, 34· γαστρὸς καὶ κερδῶν αὐτόθι 4. 2, 45· τοὺς δὲ μὴ ἐρῶντας κρείττους αὐτῶν ὄντας, δηλ. νικῶντας τὴν ἑαυτῶν φυσικὴν ὁρμὴν εἰς ἔρωτα, Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α, κ. ἀλλ.· κρ. χρημάτων, ἀνώτερος τῆς ἐπιδράσεως τῶν χρημάτων, Θουκ. 2. 60, Ἰσοκρ. 5Ε· οὕτω, τῶν συμμάχων κρ. Ξεν. Ἀθ. 2, 1· ― ὡσαύτως, ὁ θέτων ἑαυτὸν ὑπεράνω τινός, κρ. τοῦ δικαίου Θουκ. 3. 84· κρείσσους ὄντες... τῷ λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου, καταντήσαντες διὰ σκέψεως εἰς ἀπόλυτον πεποίθησιν ὅτι οὐδεμία ὑπάρχει ἐλπὶς περὶ βεβαίου τινὸς πράγματος, αὐτόθι 83· φαύλους καὶ κρείττους τῆς παιδείας = οὓς παιδευθῆναι ἀδύνατον (ὀλίγῳ κατωτέρῳ) Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 8. IV. ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, καλλίτερος, ἐξοχώτερος, ὁ κρείττων λόγος Ἀριστοφ. Νεφ. 113 κἑξ.· ἴδε ἐν λ. ἥσσων. V. Ἐπίρρ. κρεισσόνως, Ἀντιφῶν 128. 34 Bekk.· ὡσαύτως κρεῖσσον, Σοφ. Ο. Τ. 176. (τὸ κρείσσων χρησιμεύει ὡς ἓν τῶν συγκριτικῶν τοῦ ἀγαθός· ἀλλὰ τὸ ἀληθὲς θετικὸν εἶναι κρατὺς (κράτος) καὶ ὁ ἀρχικὸς τύπος θὰ ἦτο κρατίων ἢ κρατyων· πρβλ. ἥσσων, ἐλάσσων).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
I. plus fort :
1 en parl. de force physique κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε IL supérieur par le courage et la force;
2 en gén. plus fort : κρείσσονες θεοί ESCHL les grands dieux ; οἱ κρείττονες, les grands, les puissants ; adv. • κρεῖσσον SOPH plus fortement;
3 qui est maître de : γαστρός XÉN qui sait maîtriser son appétit ; χρημάτων THC qui est au-dessus de l’argent, incorruptible ; avec un inf. : οὔτις ἐμεῖο κρείσσων δόμεναι OD nul n’a plus de droit que moi pour donner;
4 qui est au-dessus de, trop grand pour, qui surpasse : ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος ESCHL hauteur trop grande pour être franchie d’un saut ; κρεῖττον λόγου κάλλος XÉN beauté qui surpasse toute description ; κρείσσον’ ἀγχόνης SOPH crimes que le lacet même ne saurait faire expier ; πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενήμενον THC événement fâcheux qui dépasse ce qu’on pouvait craindre;
II. en b. part plus avantageux, meilleur, préférable : κρεῖσσόν ἐστι avec l’inf. ATT il est préférable, il vaut mieux ; ou un part. : κρείσσων ἦσθα μηκέτ’ ὢν ἢ ζῶν τυφλός SOPH il aurait mieux valu pour toi n’être plus que vivre aveugle.
Étymologie: κράτος.