ἕρκος

From LSJ
Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρκος Medium diacritics: ἕρκος Low diacritics: έρκος Capitals: ΕΡΚΟΣ
Transliteration A: hérkos Transliteration B: herkos Transliteration C: erkos Beta Code: e(/rkos

English (LSJ)

εος, τό,

   A fence, enclosure (πᾶν ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον Pl.Sph.220b) round gardens and vineyards, Od.7.113, Il. 5.90, 18.564 ; esp. round the court-yards of houses, Od.21.238 (pl.), al.; ὑπὲρ ἕρκος ὑπερθορεῖν Sol.4.29, Hdt.6.134 : pl., S.Aj.1274; also, the place enclosed, court-yard, στὰς μέσῳ ἕρκεϊ Il.16.231, cf. Od.8.57 (pl.), etc.; Κίσσιον ἕρκος, i.e. Susa, A.Pers.17(anap.); ποῖον γαίας ἕ.; what city? E.Heracl.441 ; ἕ. ἱερόν sacred enclosure, S.Tr.607; shell of the pinna, Plu.2.980b.    2 wall for defence, ἕρκεϊ χαλκείῳ Il.15.567 ; ἕρκος..ἐκ ναυηγίων περιεβάλοντο Hdt.7.191, cf. 9.99.    3 periphr., ἕ. ὀδόντων the fence (consisting) of the teeth, mostly in phrase, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕ. ὀδόντων; Il.4.350, cf. Sol.27.1 ; ἀμείψεται ἕ. ὀδόντων Il.9.409, Od.10.328 ; κάρχαρον ἕ., without ὀδόντων, Opp.H.1.506 ; ἀγγέων ἕρκεσι, = ἄγγεσι, Pi.N.10.36 ; μέλαν ἕ. ἅλμας, i.e. the sea, Id.Dith. Oxy.1.16, cf. P.2.80 (= ἐπιφάνεια, Sch.); σφραγῖδος ἕ., i.e. a seal, S.Tr.615.    4 metaph., defence, ἕ. ἀκόντων, of a shield, a defence against javelins, Il.15.646 ; ἕ. βελέων 5.316; ἕ. ἰωχμοῖο, of the lion's skin, Theoc.25.279; ἕρκεσιν εἴργειν κῦμα θαλάσσας A. Pers.89 (lyr.).    b of persons, ἕ. Ἀχαιῶν, of Ajax, Il.3.229; of Achilles, Pi.Pae.6.85; of soldiers, ἕρκος πολέμοιο a defence against war, Il.4.299; of Achilles, ἕ. Ἀχαιοῖσιν..πολέμοιο 1.284; of Clytaemnestra, γαίας μονόφρουρον ἕ. A.Ag.257(lyr.): abs., Pi.P.5.113, etc.    5 a net, toils, for birds, Od.22.469 : mostly in pl., σπίζ' ὅπως ἐν ἕρκεσιν S.Fr.431, cf. Ar.Av.528(anap.), Pherecr.209, Arist. HA617b24; for deer, Pi.N.3.51; coils of a lasso, Hdt.7.85: metaph., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν A.Ag.1611, cf. S.Aj.60, E.Med.986(lyr.); λέκτρων ἔχεσθαι φιλτάτοις ἐν ἕρκεσι Id.Ba.958, cf. Hymn.Is.158; χρυσοδέτοις ἕρκεσιν..γυναικῶν, of Eriphyle's necklace, S.El.838(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] τό (ἔργω, εἴργω), 1) Einschluß, Einfriedigung, Umhägung, Zaun, πᾶν, ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον ἕρκος εἰκὸς ὀνομάζειν Plat. Soph. 220 c; so bei Hom. Zaun um einen Garten, Od. 7, 112, ἀλωάων Il. 5, 89; ἀλωῆς H. h. M, rc. 188; Mosch. 4, 3; um den Hof der Wohnung, Od. 21, 238; übh. der Hof, Gehöft, λίπε δ' ἕρκεά τε μέγαρόν τε Od. 16, 341; πλῆντο δ' ἄρ' αἴθουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶι 8, 57; ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις Pind. N. 10, 36; oft bei Hom. ἕρκος ὀδόντων, bes. in der Vrbdg ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, welch ein Wort entfloh dir über die Umzäunung der Zähne, entfuhr dir; ἐπεὶ ἄρ κεν (ψυχὴ) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Il. 9, 409; καὶ πρῶτον (φάρμακον) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Od. 10, 328; nicht an die Lippen zu denken, sondern an die Zähne selbst, die sehr natürlich als eine Pfahlreihe, eine Art Umhägung der Zunge angesehen werden können; so sagt Solon. frg. 1 παῖς ἕρκος ὀδόντων φύσας; Nic. Th. 548 τὸ μὲν ἕρκεϊ θρύψεν ὀδόντων θηλάζων; Opp. Hal. 1, 506 γένυές τε καὶ ἔνδοθε κάρχαρον ἕρκος. – Bei Soph. Tr. 604 ist ἕρκος ἱερόν das Gehege um den Altar; ἑρκέων ἐγκεκλῃμένους, in des Lagers Wall eingeschlossen, Ai. 1253; σφραγῖδος ἕρκει, der Verschluß des Siegels, Tr. 612. – Der Schutz, die Schutzwehr, Schutzmauer, vom Schilde, ἕρκος ἀκόντων Il. 15, 496, vgl. 5, 315; φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ 15, 566; Hes. Th. 726; übertr., von Männern, z. B. Achilles, ὃς μέγα πᾶσιν ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο Il. 1, 383, ein Schutz in dem Kriege, vgl. 6, 5; ἀγωνίας δ', ἕρκος οἷον, σθένος Pind. P. 5, 113; ἀ νδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές Aesch. Pers. 341, vgl. 17 Ag. 248; π οῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεθα Eur. Heracl. 441; συνεφόρησαν τὰ ὅπλα ἕρκος εἶναί σφι Her. 9, 99. – 2) das Netz, die Schlinge, das Garn zum Fangen der Vögel, Od. 22, 469; Ar. Av. 528 πᾶς τις ἐφ' ὑμῖν ὀρνιθευτὴς ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα; zum Fangen des Wildes, Pind. N. 3, 49 κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ δολίων ἑρκέων, u. der Fische, ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ἃς ὑπὲρ ἕρκος, ἅλμας P. 2, 80; übertr., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch. Ag. 1593; τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται Eur. Med. 986; El. 155; von listigen Anschlägen, χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφθέντα γυναικῶν Soph. El. 836, mit Hindeutung auf das goldene Halsband, um welches Eriphyle ihren Gatten verrieth.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρκος: -εος, τό, (ἔργω, εἵργω) φραγμὸς οἱοσδήποτε (πᾶν ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον Πλάτ. Σοφιστ. 220Β) πέριξ κήπων καὶ ἀμπελώνων, Ὀδ. Η. 113, Ἰλ. Ε. 90., Σ. 564. 2) ἰδίως, περίβολος περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας. Ὀδ. Φ. 238, κ. ἀλλ. (πρβλ. ἑρκεῖοςἕρκος ὑπερθορεῖν Σόλων 15. 28, Ἡρόδ. 6. 134· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Αἴ. 1253: - ὡσαύτως, τὸ περιπεφραγμένον μέρος, ἡ αὐλή, στὰς μέσῳ ἕρκεϊ Ἰλ. Π. 231., Ω. 306, πρβλ. Ὀδ. Θ. 57. κλ.· Κίσσιον ἕρκος, δηλ. τὰ Σοῦσα, Αἰσχύλ. Περσ. 17. γαίας ἕρκος, περιπεφραγμένη πόλις, Εὐρ. Ἡρακλ. 441· ἕρκος ἱερόν, δηλ. ὁ βωμός, Σοφ. Τρ. 607· ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς πίννης, Πλούτ. 2. 980. 3) τεῖχος πρὸς ὑπεράσπισιν, ἕρκεϊ χαλκείῳ Ἰλ. Ο. 566· ἕρκος… ἐκ ναυηγίων περιεβάλοντο Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. 9. 99. 4) περιφρ., ἕρκος ὀδόντων. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, «ποῖος λόγος τὸ περίφραγμα τῶν σῶν ὀδόντων διέφυγε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 350, Σόλων 25 (3). 1· οὕτως, ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων Ἰλ. Ι. 409. Ὀδ. Κ. 328· κάρχαρον ἕρκος, ἄνευ τοῦ ὀδόντων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 506· ὡσαύτως, ἀγγέων ἕρκεσι, ἀντὶ τοῦ ἄγγεσι, Πινδ. Ν. 10. 68· σφραγῖδος ἕρκος, ὅ ἐστι σφραγίς, Σοφ. Τρ. 615. 5) μεταφ., πᾶς φραγμὸς ἢ μέσον ὑπερασπίσεως, ἕρκος ἀκόντων, ἐπὶ ἀσπίδος, χρησιμευούσης ὡς μέσον ἀμύνης ἐναντίον τῶν ἀκοντίων. Ἰλ. Ο. 646, πρ Δ. 137 ἕρκος βελέων Ε. 316· ἕρκος ἰωχμοῖο, ἀμυντήριον ἐν μάχῃ ἢ καταδιώξει, ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ Νεμέου λέοντος, Θεόκρ. 25. 279, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 99· ἕρκεσιν εἴργειν κῡμα θαλάσσας Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ― ἐπὶ προσώπων· οὕτωςΑἴας καλεῖται ἕρκος Ἀχαιῶν Ἰλ. Γ. 229., Ζ. 5., Η. 211· ἐπὶ ἀνδρείως πολεμούντων στρατιωτῶν, ἕρκος πολέμοιο Δ. 299· ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, ἕρκος Ἀχαιοῖσιν… πολέμοιο Α. 284· οὕτως επὶ τῆς Κλυταιμνήστρας, γαίας μονόφρουρον ἕρκος Αἰσχύλ. Ἀγ. 257· ἀπολ., Πινδ. Π. 5. 151, κτλ.: ― πρβλ. τὴν λ. πύργος.· 6) ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ περιφράγματος ἢ τοῦ περιορισμοῦ, δίκτυον, βρόχος πρὸς σύλληψιν κτηνῶν, Ὀδ. Χ. 469· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυν., σπίζ’ ὅπως ἐν ἕρκεσι Σοφ. Ἀποσπ. 382, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 528· πρὸς σύλληψιν ἐλάφων, Πινδ. Π. 3. 89· πρὸς ἄγραν ἰχθύων, ὁ αὐτ. Π. 2. 147· ἐν Ἡροδ. 7. 85 ἐπὶ τοῦ βρόχου τῶν Σιγαρτίων: ― μεταφ. τῆς δίκης ἐν ἕρκεσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1611, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 60, Εὐρ. Μήδ. 986, Ἠλ. 155, Βάκχ. 958· χρυσοδέτοις ἕρκεσιν… γυναικῶν, διὰ τοῦ χρυσοῦ ὅρμου δι’ οὗ ἐξηπατήθη ἡ Ἐριφύλη νὰ προδώση τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, Σοφ. Ἠλ. 838.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. clôture, cloison, barrière, particul.
1 clôture de jardin ou de vigne;
2 enceinte de la cour de la maison ; espace enclos, cour ; ἕρκος ἱερόν SOPH l’autel de la cour;
3 clôture, enceinte, rempart (d’une ville, etc.) ; p. anal. ἕρκος ὀδόντων IL la barrière des dents, càd les deux rangées de dents qui ferment la bouche ; p. ext. tout ce qui sert de rempart, d’abri, de défense : ἕρκος ἀκόντων IL, ἕρκος βελέων IL, rempart contre les dards, contre les traits en parl. d’un bouclier ; ἕρκεσιν εἴργειν κῦμα θαλάσσας ESCHL contenir par des digues les flots de la mer ; ἕρκος πολέμοιο, rempart contre le combat;
II. p. anal. 1 filet ; fig. ruse, intrigue, piège;
2 collier.
Étymologie: cf. εἵργω.

English (Autenrieth)

εος (ϝέργω): hedge, wall, then the enclosure itself, i. e. the court, Il. 24.306, pl., Od. 8.57, etc.; bulwark, defence against, ἀκόντων, βελέων, Δ 13, Il. 5.316; said of persons, ἕρκος πολέμοιο, ἕρκος Ἀχαιῶν, Α 2, Il. 3.229 (cf. πύργος); ἕρκος ὀδόντων (the ‘fence of the teeth’), used in connections where we should always say ‘lips.’