ἀδικέω

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδῐκέω Medium diacritics: ἀδικέω Low diacritics: αδικέω Capitals: ΑΔΙΚΕΩ
Transliteration A: adikéō Transliteration B: adikeō Transliteration C: adikeo Beta Code: a)dike/w

English (LSJ)

Aeol. ἀδικήω Sapph.1.20, Dor. ἀδικίω Tab.Heracl.1.138: Ion. impf. ἠδίκεον or

   A ἠδίκευν Hdt.1.121:—Pass., fut. in med. form ἀδικήσομαι E.IA1436, Th.5.56, etc.; also ἀδικηθήσομαι Apollod.1.9.23, etc.: —to be ἄδικος, do wrong (defined by Arist.Rh.1368b6 τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον, cf. ἀδίκημα), τῶν ἀδικησάντων τίσις ἔσσεται those who have sinned, h.Cer.367; freq. in Hdt. and Att.; τἀδικεῖν wrong-doing, S.Ant.1059; τὸ μὴ ἀδικεῖν righteous dealing, A.Eu.85,749:— in legal phrase, do wrong in the eye of the law, the particular case being added in part., as Σωκράτης ἀ. . . ποιῶν . . καὶ διδάσκων Pl.Ap.19b, cf. X.Mem.1.1.1: c. acc. cogn., ἀδικίαν, ἀδικήματα, etc., Pl.R.344c, 409a, cf. Arist.Rh.1389b7; also ἀ. οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Hdt.3.145; ἀ. πολλά, μεγάλα, etc., Pl.Smp.188a, al.; οὐδέν, μηδὲν ἀ. ib., al.:—ἀ. περὶ τὰ μυστήρια D.21.175, cf. IG2.811c154; ἀ. εἰς πόλιν, κτῆμα, Lib. Or.15.39, 31.7:—in games or contests, play foul, Ar.Nu.25, Arist. EN1123b32.    b in pres., to be in the wrong, εἰ μὴ ἀδικῶ γε if I am not mistaken, Pl.Chrm.156a.    II trans. c. acc. pers., wrong, injure, Archil.Supp.2.13, Sapph.1.20, Epich.286, Hdt.1.112, etc.:— ruin, of a girl, Men.Georg.30: c. dupl. acc., wrong one in a thing, Ar. Pl.460; ἃ πολλοὺς ὑμῶν ἠδίκηκεν D.21.129; μείζον' ἢ ἐλάττονα ἀ. τινά 20.124; ἀ. ἀδικίαν περί τινας Pl.Lg.854e:—Pass., to be wronged, injured, μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ S.OC174; ἀ. εἴς τι E.Med.265; μέγιστα ἀ. Aeschin.3.84; οὔτ' ἀδικεῖ οὔτ' ἀδικεῖται Pl.Smp.196b, etc.; pres. ἀδικεῖται, -ούμενος used for the pf. ἠδίκηται, -ημένος (v. supr. 1), Antipho 4.4.9, Pl.R.359a: c. acc., to be defrauded of, μισθὸν ἀδικίας v.l. in 2 Ep.Pet.2.13.    2 harm, injure, ἀ. γῆν Th.2.71, etc.; ἵππον X.Eq.6.3; esp. in Medical sense, ἄνθρωπον Hp.Nat.Hom.9; νεφρούς Diph.Siph. ap. Ath.2.62f; τέμνειν καὶ θλᾶν καὶ ὁπωσοῦν ἄλλως ἀ. Gal. UP13.8, cf. Archig. ap. Philum.Ven.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδῐκέω: Σόλων 4. 22, Ἀττ.: Ἰων. παρατ. ἠδίκεον ἢ -ευν, Ἡρόδ. 1. 121. - Παθ., μέλλ. κατὰ μέσ. τύπον ἀδικήσομαι, Εὐρ. Ἰ. Λ. 1437, Θουκ. 5. 56, Πλάτ., κτλ.˙ καὶ μετὰ παθ. τύπου ἀδικηθήσομαι, Ἀπολλόδ. 1. 9, 23, ἄλλη γραφὴ ἐν Δημ. 507. 16, κτλ. Εἶμαι ἄδικος, πράττω ἀδικίαν, (ὁριζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 1. 10, 3, τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον, πρβλ. ἀδίκημα), πρῶτον ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 368, ἔνθα σημαίνει πράττω τὸ κακὸν ἐνώπιον τῶν θεῶν, ἁμαρτάνω· - ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., τἀδικεῖν, πράττειν τὸ κακόν, Σοφ. Ἀντ. 1059˙ τὸ μἀδικεῖν, δίκαιος τρόπος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 85, 749˙ ἀλλά, σχήσει τὸ μἀδικεῖν, θὰ καταπαύσῃ, ἐμποδίσῃ τὴν ἀδικίαν, αὐτόθι 691. - ἐν τῇ δικανικῇ γλώσσῃ, τὸ πράττειν παρὰ τὸν νόμον, ὁπότε τὸ ἀναφερόμενον ἀδίκημα συνάπτεται κατὰ μετοχήν, οἷον, Σωκράτης ἀδικεῖ ... ποιῶν ... καὶ διδάσκων, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. ἐν ἀρχ. Ἂν δὲ συναφθῇ αἰτιατ. τοῦ πράγματος, πρέπει ἢ νὰ εἶναι σύστοιχος, ἀδικίαν, ἀδικήματα, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344C, 409A, ἢ ἐπίθετόν τι ἔχον ἐν ἑαυτῷ τὴν ἔννοιαν τῆς συστοίχου ταύτης αἰτιατικῆς, ὡς, ἀδ. οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ, Ἡρ. 3. 145˙ ἀδικεῖν πολλά, μεγάλα, κτλ., Πλάτ. Συμπ. 188Β, καὶ ἀλλ.˙ οὐδέν, μηδὲν ἀδ., αὐτόθι Α, καὶ ἀλλ.˙ - ὡσαύτως˙ ἀδ. περὶ τὰ μυστήρια, Δημ. 571. 15˙ ἀδ. εἴς τινα, πρβλ. Bast. Ep. Cr. σ. 15. -Ὁ ἐνεστὼς συχνάκις λαμβάνει σημασίαν παρακειμένου, ἔχω πράξῃ ἀδικίαν, ἔχω ἄδικον˙ (ὁ δὲ παρακείμενος ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἂν οὐχὶ πάντοτε, εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ μεταβ. σημασ.) ὡς, εἰ μὴ ἀδικῶ, εἰ μὴ ἀδικῶ γε, δηλ. ἐκτὸς ἐὰν ἔχω ἄδικον, ὅπερ ὑπονοεῖ βεβαιότητα περὶ τοῦ ἐναντίου = ἔχω δίκαιον. Heind., Πλάτ. Χαρμ. 156 Α. ἴδε ΙΙ. Ι. τέλ. ΙΙ. μεταβατ. μ. αἰτ. προσώπου = κάμνω ἄδικον εἴς τινα, ἀδικῶ, βλάπτω, πρῶτον παρ’ Ἡροδότῳ 1. 112, 121, καὶ ἀλλ. καὶ παρ’ Ἀττ: - μετὰ διπλ. αἰτιατ. = ἀδικῶ, βλάπτω τινὰ εἴς τι. Ἀριστοφ. Πλ. 460˙ ἃ πολλοὺς ἡμῶν ἠδίκηκεν, Δημ. 556, 27˙ τὰ μέγιστα, ἔσχατα ἀδ. τινά, Οὐόλφ. εἰς Λεπτίν. 494. 20˙ ἀλλά, καὶ ἀδ. τινα περί τινος, Πλάτ. Νόμ. 854Ε˙ ἀδ. τινα εἰς ὕβριν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12. 15. -Παθ. = βλάπτομαι, πάσχω ἀδικίαν· μὴ δῆτ’ ἀδικηθῶ, Σοφ. Ο. Κ. 174˙ -ἀδ. εἴς τι, Εὐρ. Μήδ. 265. - μεγάλα ἀδ., Αἰσχίν. 65. 35˙ -οὔτ’ ἀδικεῖ, οὔτ’ ἀδικεῖται, Πλάτ. Συμπ. 196Β. κτλ. - Ὁ ἐνεστ. ἀδικεῖται, -ούμενος εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παρακειμ. ἠδίκηται, -ημένος (ἴδε ἀνωτ. Ι.), Ἀντιφῶν 129. 6, Πλάτ. Πολ. 359 Α. κτλ. πρβλ. ἀδίκειμι. 2) πλειότερόν τι τοῦ βλάπτειν ἢ κακῶς ποιεῖν: ἀδ. γῆν, Θουκ. 2. 71., κτλ. ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 6. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠδίκουν, f. ἀδικήσω, ao. ἠδίκησα, pf. ἠδικηκα;
I. intr.
1 être injuste, commettre une injustice, avoir un tort, être coupable;
2 être coupable au regard de la loi, agir illégalement : Σωκράτης ἀδικεῖ ποιῶν… καὶ διδάσκων PLAT Socrate est coupable en faisant… et en instruisant ; ὁ ἀδικῶν ATT le délinquant, l’accusé ; ὁ ἀδικούμενος ATT le plaignant, l’accusateur;
II. tr.
1 faire tort à ; τινά à qqn ; τί τινα causer un dommage à qqn ; τὰ μέγιστα ἀδ. τινά causer les plus grands dommages à qqn ; Pass. (f. ἀδικήσομαι, postér. ἀδικηθήσομαι) subir une injustice, un tort, un dommage;
2 gâter, endommager, avarier.
Étymologie: ἄδικος.

Spanish (DGE)

(ἀδῐκέω) • Alolema(s): eol. -ημι Sapph.1.20, dór. -ίω TEracl.1.138 (IV a.C.), Ar.Lys.1148

• Morfología: [jón. impf. ἠδίκεον Hdt.1.121; beoc. pres. part. ἀδικείμενος Ar.Ach.914; cret. perf. subj. ἀδικε̄́κɛ̄ι ICr.4.72.7.13 (Gortina V a.C.)]
I intr. o con ac. de cosa o int.
1 violar la ley divina, cometer impiedad τῶν ἀδικησάντων τίσις ἔσσεται (al no realizar los sacrificios debidos) h.Cer.367, οὐδεὶς ἀνθρώπων ἀδικῶν τίσιν οὐκ ἀποτίσει Orác. en Hdt.5.56, cf. X.An.1.4.9
c. ac. ἀδικεῖς αὖ τιμὰς ἐνέρων E.Alc.30, τὰ τῶν θεῶν E.Ph.958, c. prep. περὶ τὴν ἑορτήν D.21.175, περὶ τὰ μυστήρια D.21.175, περὶ τὰ ἐν τοῖς νεωρίοις IG 22.1631.400 (IV a.C.), εἰς πόλιν Lib.Or.15.39, εἰς τὸ κτῆμα Lib.Or.31.7
gener. obrar mal violando una ley moral, cometer una falta οὐκ ἠδίκησεν ἀλλ' ἠτύχησεν (de Helena), Gorg.B 11.15, καὶ γὰρ τούτων ἕνεκά τις ἂν ἀδικήσειεν; (haciendo el bien a los amigos y el mal a los enemigos), Gorg.B 11a.18, ὡς ὑβρίσας ἠδίκησεν Gorg.B 11.7
más general que conceptos tradicionalmente jurídicos μήτε κλέπτῃ μήτε ἀδικῇ Democr.B 253, παρανομοῦντά τε καὶ ἀδικοῦντα Pl.R.338e, περὶ θεοὺς ... ἠδικηκὼς τῶν μεγάλων τινὰ καὶ ἀπορρήτων ἀδικιῶν Pl.Lg.854e
deshonrar πατρὸς ... λέχη E.El.920
abs. defraudar Hdt.4.196.
2 violar la legalidad, cometer injusticia, delinquir καλὸν τὸν ἀδικέοντα κωλύειν Democr.B 38, τὸ μὴ ἀδικεῖν A.Eu.85, τὸ ἀ. Arist.Rh.1368b6, μὴ ἀ. Fauorin.De Ex.24.2
abs. Act.Ap.25.11
v. pas. sufrir injusticia οὔτ' ἀδικεῖ οὔτ' ἀδικεῖται Pl.Smp.196b, ἵνα μὴ ἀδικηθῶ para que yo no sufra injusticia, PEnteux.46.8 (III a.C.), cf. LXX 2Ma.3.12
prob. atentar contra el estado establecido συνόδοις τοῖς ἀδικοῦσι φίλαις Sol.3.22, Σωκράτης ἀδικεῖ ... ποιῶν ... καὶ διδάσκων Pl.Ap.19b, Σωκράτης ... ἀδικεῖ δὲ καὶ νέους διαφθείρων Sócrates atenta también contra la ley al corromper a los jóvenes X.Mem.1.1.1
c. ac. int. ἀ. ἀδικίαν Pl.R.344c, ἀ. ἀδικήματα Pl.R.409a, Arist.Rh.1389b7, οὐδέν Hdt.3.145, ὅσα ἀδικεῖ Th.6.77, πολλά Pl.Smp.188a, μέγιστα ἠδίκησθε Aeschin.3.84
en concursos atléticos o de otro tipo hacer trampa Ar.Nu.25, Arist.EN 1123b32.
3 estar equivocado εἰ μὴ ἀδικῶ Pl.Chrm.156a.
II tr.
1 c. ac. de pers. ofender, perjudicar en rel. c. el juramento ὅς μ' ἠδίκησε λ[ὰ] ξ δ' ἐφ' ὁρκίοισ' ἔβη Hippon.194.15
en el matrimonio γυνὴ ἀδικουμένη πρὸς ἀνδρός mujer ofendida e.d. abandonada por su marido E.Andr.673, cf. Med.265, Epich.270
en el amor τίς σ', ὦ Ψάπφ', ἀδίκησι; Sapph.1.20
abs. Thgn.1283
deshonrar a una muchacha, Men.Georg.30
en historiadores para designar los motivos que conducen a ruptura de hostilidades o cosas semejantes agraviar, causar daños οἱ πρότερον ἀδικήσαντες Πέρσας Hdt.4.119, cf. Th.1.86, X.Cyr.2.4.7, en fórmulas de tratados, X.An.4.4.6
gener. causar daño, perjudicar, agraviar ἀ. τοὺς δεσπότας Hdt.1.112
abs. τὸν ἀδικοῦντα τιμωρούμενος Gorg.B 11a.3, σοφὸς σὺ μάντις, ἀλλὰ τἀδικεῖν φιλῶν eres sabio adivino, pero que gusta de hacer daño S.Ant.1059
c. doble ac. εἰ μηδὲν ... ὑμᾶς ἀδικῶ Gorg.B 11a.31, τί οὖν ἀδικοῦμεν τοῦτό σε; Ar.Pl.460, οὐκ, εἰ ... ἀδικήσομέν τιν' ἢ μείζον' ἢ ἐλάττονα, δεινόν ἐστιν D.20.124, ἃ πολλοὺς ὑμῶν ἠδίκηκεν, τί σε ἠδίκησε Χρύσιππος ...; Arr.Epict.3.24.81, ἅ με ἠδίκησεν LXX Pr.24.29, οὐδέν με ἠδικήσατε Ep.Gal.4.12
v. pas. con suj. paciente ser objeto de injusticia por τὸ ὑπὸ ξένων ἀδικεῖσθαι χα[λεπόν, ἀλλὰ τὸ ὑπὸ] καὶ ξυγγενῶν χαλεπώτατον POxy.2713.3, cf. BGU 2061.3, 24 (ambas III d.C.), ἀδικούμενοι μισθὸν ἀδικίας siendo objeto de injusticia como pago de su injusticia, 2Ep.Petr.2.13.
2 en sent. físico, c. ac. de pers., anim. o cosa hacer daño, maltratar μηδ' ἀδίκει μ' Theoc.8.64
v. pas. μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ S.OC 174
abs. LXX Ex.2.13
esp. en sent. médico causar lesiones, hacer daño, sentar mal ἄνθρωπον Hp.Nat.Hom.9, νεφρούς Diph.Siph. en Ath.62f, τέμνειν καὶ θλᾶν καὶ ὁποσοῦν ἄλλως ἀ. Gal.4.113, cf. Archig. en Philum.Ven.14.9, ἐν ταῖς οὐραῖς αὐτῶν ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους Apoc.9.10.
3 perjudicar, echar a perder (ἵππον) X.Eq.6.3, ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον Apoc.6.6, τὴν στήλην SEG 6.427 (Licaonia, imper.)
asolar γῆν Th.2.71, χώραν Plb.32.9.1, τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν Apoc.7.2
v. pas. οὔτε ἀπ' ἄλλου ζῴου ἢ πάχνης ἀδικηθήσεται ἡ ἄμπελος Gp.5.30.2
fig. τὸ δὲ μέτρον ἠδίκητο se hizo violencia al metro D.H.Comp.9.8.

English (Abbott-Smith)

ἀδικέω, -ῶ (< ἄδικος), [in LXX for עשׁק, עוה, etc. ;]
1.intrans., to be ἄδικος, do wrong, act wickedly or criminally: Ac 25:11, I Co 6:8, II Co 7:12, Col 3:25, Re 22:11; to do hurt, Re 9:19.
2.Trans.
(a)to do some wrong: ὃ ἠδίκησεν, Col 3:25; to wrong some one, Mt 20:13, Ac 7:26, 27 25:10, II Co 7:2, Ga 4:12, Phm 18, II Pe 2:13; pass., Ac 7:24, II Co 7:12; mid., I Co 6:7 (suffer . . . to be wronged; WM, §38, 3; but v. Bl., §54, 5; and cf. ἀποστερέω);
(b)to injure, hurt: Lk 10:19 Re 2:11 6:6 7:2, 3 9:4,10 11:5. †

English (Strong)

from ἄδικος; to be unjust, i.e. (actively) do wrong (morally, socially or physically): hurt, injure, be an offender, be unjust, (do, suffer, take) wrong.