λαλέω

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλέω Medium diacritics: λαλέω Low diacritics: λαλέω Capitals: ΛΑΛΕΩ
Transliteration A: laléō Transliteration B: laleō Transliteration C: laleo Beta Code: lale/w

English (LSJ)

   A talk, chat, prattle, ἕπου καὶ μὴ λάλει Ar.Ec.1058, cf. V.1135; ἡ μὲν χελιδὼν τὸ θέρος . . λαλεῖ Philem.208; λαλεῖς . . ἀμελήσας ἀποκρίνασθαι Pl.Euthd.287d: c. dat., talk to one, λαλῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς σεαυτῷ Ar.Eq.348; αὑτοῖς Philem.11; πρὸς αὑτούς Alex.9.10; λ. περί τινος Pherecr.2, Ar.Lys.627; ὑπέρ τινος Posidipp.26.3; opp. λέγω, λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Eup.95; λαλῶν μὲν... λέγων δέ . . D.21.118 (s.v.l.); λαλεῖν τι ἡμῖν ὅπως ἂν ἡμᾶς ὕπνος λάβῃ Thphr.Char.7.10: hence,    b generally, talk, speak, S.Ph.110 (v.l.for λακεῖν) ; καινὴν διάλεκτον λ. Antiph.171; Ἀττικιστὶ λ. Alex.195.4. c. metaph., ζωγραφία λαλοῦσα (of poetry), opp. ποίησις σιωπῶσα (of painting), Simon. ap.Plu.2.346f.    2 talk of, τινα Alciphr.Fr.5.2; ἀλλήλαις λαλέουσι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Theoc.27.58; ἅμαξαν Stoic.2.92:—Pass., πρᾶγμα κατ' ἀγορὰν λαλούμενον Ar.Th.578.    3 in later writers, = λέγω, speak, λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Arist.Pr.899a1: freq. in LXX, Ge.12.4, al.; βασιλέως ἐναντίον Ezek.Exag.118; πρός τινα Act.Ap.3.22, cf. Luc.Vit.Auct.3, etc.; περὶ τῆς λέξεως Phld.Po.5.32, cf. Rh.1.189 S., al.; χειρσὶν ἅπαντα λαλήσας, of a pantomime, IG14.2124: abs., εἴ τι μὴ λίθος, τοὔργον, ἐρεῖς, λαλήσει Herod.4.33, cf. 6.61; ἐλάλησεν ὁ κωφός Ev.Matt.9.33:—Pass., λαληθήσεταί σοι ὅ τι σε δεῖ ποιεῖν it shall be told thee... Act.Ap.9.6.    II chatter, opp. articulate speech, as of locusts, chirp, Theoc.5.34; μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ (sc. εἰμί), a very grasshopper to chirp at midday, Aristopho 10.6; ἀνθρωπίνως λ. Strato Com.1.46.    III of musical sounds, αὐλῷ λαλέω Theoc.20.29; of trees, v.supr.1.2; δι'[αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος] λ. Arist. Aud.801a29; of Echo, D.C.74.14: also c.acc. cogn., μάγαδιν λαλεῖν sound the μάγαδις, Anaxandr.35.

German (Pape)

[Seite 9] (lallen) viel reden, schwatzen, auch von unarticulirtem, undeutlichem Schreien, B. A. 51 erkl. φλυαρεῖν, u. Plut. sagt von den Affen λαλοῦσι μὲν γὰρ οὗτοι, οὐ φράζουσι δέ, plac. philos. 5, 20; Alcib. 13 λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν, aus Eupol.; doch tritt diese Nebenbdtg auch so zurück, daß es bes. bei Dichtern dem λέγειν nahe steht, »sprechen«, die bloße Thätigkeit des Mundes u. der Zunge bedeutend, Soph. Phil. 110; Ar. Thesm. 267 Ran. 761 u. öfter; vom Kinde, λαλῆσαι οὔπω δυνάμενον ἃ πάσχει Plat. Ax. 366 d; Sp., ἀφωνίη καὶ πέντε ὅλων ἐτέων λαλέειν μηδέν Luc. Vit. auct. 3; τινί, mit Einem sprechen, Ar. Eccl. 16 Equ. 348; Pol. 30, 1, 6 u. öfter. – Bei den Dichtern auch wie λαλαγέω, von den Vögeln, Mosch. 3, 47; ἀκρίδες, Theocr. 5, 34 (λαλεῦμες, 15, 92, öfter, nur im praes.). – Von Instrumenten, μάγαδιν λαλήσω, Anaxandr. bei Ath. IV, 182 d; αὐλῷ Theocr. 20, 29; geradezu = singen, Mosch. 3, 113. – Vom Wiederhall, D. Cass. 74, 21.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλέω: μέλλ. ήσω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξ. λάλος, λάλη, λαλάζω, λαλιά, λάλαξ, λαλαγή, λαλαγέω, πρβλ. Λατ. lall-are, Γερμ. lall-en, Ἀγγλ. lull, lull-aby, Loll-ard. - Πάντα ταῦτα φαίνοντα προελθόντα ἐξ ὀνοματοποιΐας). Ὁμιλῶ, λέγω (πολλά), φλυαρῶ, Σοφ. Ἀποσπ. 667, Ἀριστοφ., κτλ.˙ ἕπου καὶ μὴ λάλει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058, πρβλ. Σφ. 1135˙ λαλεῖς... ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 287D˙ λ. τινι, ὁμιλῶ πρός τινα, λαλῶν ἐν ὁδοῖς σεαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 348, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀπόλιδι» 1˙ λαλεῖν τι καὶ ληρεῖν πρὸς αὑτοὺς ἡδέως Ἄλεξ. ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 10˙ λαλεῖν περί τινος Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2, Ἀριστοφ. Λυσ. 627˙ ὑπέρ τινος Ποσείδ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 3˙ - ἀντίθ. τῷ λέγω, ὡς, λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8˙ λαλῶν μέν..., λέγων δέ..., Δημ. 553. 5 (ἂν ἡ γραφὴ ὀρθή)˙ πάππα, λαλεῖν τι ἡμῖν ὅπως ἂν ἡμᾶς ὕπνος λάβῃ Θεοφρ. Χαρακτῆρ. 7˙ - καὶ οὕτω, β) καθόλου, ὁμιλῶ, λέγω, διηγοῦμαι, Σοφ. Φιλ. 110˙ καινὴν διάλεκτον λ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὀβρίμῳ» 1˙ Ἀττικιστὶ λ. Ἄλεξ. ἐν «Πρωτοπόρῳ» 1. γ) μεταφ., ζωγραφία λαλοῦσα (ἐπὶ ποιήσεως), ἀντίθετ. τῷ ποίησις σιωπῶσα (ἐπὶ ζωγραφίας), Σιμων. παρὰ Πλουτ. 2. 346F. 2) ὁμιλῶ περί τινος, τινα Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 2˙ ἀλλάλαις λαλέοντι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Θεόκρ. 27. 57. - Παθ., πρᾶγμα κατ’ ἀγορὰν λαλούμενον Ἀριστοφ. Θεσμ. 578. 3) παρὰ μεταγενεστ. ἀκριβῶς ὡς τὸ λέγω, λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Ἀριστ. Προβλ. 11. 1˙ πρός τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 22, πρβλ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 3, κτλ.˙ ἀπολ., ἐλάλησεν ὁ κωφὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 33. - Παθ., λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν, θά σοι λεχθῇ..., Πράξ. Ἀποστόλ. θ΄, 6. ΙΙ. ἐνίοτε τίθεται ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν ζῴων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔναρθρον λόγον ὡς ἐπὶ πιθήκων, λαλοῦσι μὲν οὗτοι, φράζουσι δὲ οὔ Πλούτ. 2. 909Α˙ οὕτως ἐπὶ ἀκρίδων, καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι Θεόκρ. 5. 34˙ οὕτω, μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ (ἐξυπακ. εἰμί) Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 6˙ ἐπὶ τῆς χελιδόνος, ᾄδω, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 114˙ - ὡσαύτως, ἀνθρωπίνως λ. Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 46. ΙΙΙ. ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἐν αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος λ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 19˙ ἐπὶ τῆς ἠχοῦς Δίων Κ. 74. 14˙ ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν, θά σοι λαλήσω, παίξω αὐλὸν κτλ., Ἀναξανδρ. ἐν «Ὁπλομάχῳ» 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 prononcer des sons inarticulés en parl. d’animaux, de sons, de musique;
2 babiller, bavarder;
3 p. ext. parler : λαλεῖν τι, dire qch ; fig. ζωγραφία λαλοῦσα PLUT peinture parlante.
Étymologie: λάλος.

Spanish

hablar

English (Abbott-Smith)

λαλέω, -ῶ, [in LXX chiefly for דּבר pi., also for אמר, etc.;]
1.to utter: of inanimate things, Re 4:1 10:4; metaph., He 11:4 12:24.
2.to talk, speak, say: absol., Mt 9:33 12:46, Mk 5:35, Lk 8:49; seq. ὡς, I Co 13:11, Re 13:11; εἰς, I Co 14:9; ἐκ, Mt 12:34; c. acc. rei, Mt 10:19, Mk 11:32, Jo 8:30, al.; c. dat. pers., Mt 12:46, Lk 24:6, Ro 7:1, al.; c. acc. rei et dat. pers., Mt 9:18, Jo 10:6, al.; c. prep., πρός, μετά, περί, Mk 6:50, Lk 1:19 2:33, al.; ἐν, ἐξ, ἀπό, Mt 13:3, Jo 12:49 14:10, al.; λ. τ. λόγον, Mk 8:32, al.; seq. orat. dir. (not cl.), Mk 14:31, He 5:5 11:18; Hebraistically (Dalman, Words, 25f.), ἐλάλησε λέγων, Mt 14:27, Jo 8:12, Ac 8:26, al. SYN.: v.s. λέγω.

English (Strong)

a prolonged form of an otherwise obsolete verb; to talk, i.e. utter words: preach, say, speak (after), talk, tell, utter. Compare λέγω.