φιλοσοφία

From LSJ
Revision as of 18:02, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσοφία Medium diacritics: φιλοσοφία Low diacritics: φιλοσοφία Capitals: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Transliteration A: philosophía Transliteration B: philosophia Transliteration C: filosofia Beta Code: filosofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of knowledge, pursuit there of, speculation, Isoc.12.209, Pl.Phd.61a, Grg. 484c, al.; ἡ φ. κτῆσις ἐπιστήμης Id.Euthd.288d; defined as ἄσκησις ἐπιτηδείου τέχνης, Stoic. in Placit. 1 Prooem.2.    2 systematic, methodical treatment of a subject, ἐμπειρίᾳ μέτιθι καὶ φιλοσοφίᾳ Isoc.2.35; ἡ περὶ τὰς ἔριδας φ. scientific treatment of argumentation, Id.10.6; ἡ περὶ τοὺς λόγους φ. the study of oratory, Id.4.10: pl., οἱ ἐν ταῖς φ. πολὺν χρόνον διατρίψαντες Pl.Tht.172c; τέχναι καὶ φ. Isoc.10.67.    3 philosophy, Id.11.22, Pl.Def.414b, etc.; ἱστορία φ. ἐστὶν ἐκ παραδειγμάτων D.H.Rh.11.2:—Isoc. usu. prefixes the Art., 2.51, 5.84, 7.45 (but cf. 2.35 supr.); sts. also in Pl. and Arist., as Pl.Grg.482a, Arist. Metaph.993b20, EN1177a25, and so later, διὰ τῆς φ. καὶ κενῆς ἀπάτης Ep.Col.2.8; but more freq. without Art., τοῖς ἐν φιλοσοφίᾳ ζῶσιν Pl. Phd.68c, al., cf. Arist.Pol.1341b28, al. (cf. Πλάτων καὶ φ. Plu.2.176d); exc. when an Adj. or some qualifying word is added to ἡ θεία φ. Pl.Phdr.239b; ἐκείνου τῇ φ. Id.Ly.213d; ἡ περὶ τὰ ἀνθρώπεια φ. Arist.EN1181b15; ἡ τῶν Ἰταλικῶν φ. Id.Metaph.987a31 (and pl., αἱ εἰρημέναι φ. ib.29); so later ἡ Ἰωνικὴ φ. D.L.1.122; ἡ δογματική, Ἀκαδημαϊκή, σκεπτικὴ φ. S.E.P.1.4, etc.; ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἐν ἀρχῇ τῆς φ. Plu.2.607c, etc.; esp. ἡ πρώτη φ. metaphysic, Arist.Metaph. 1026a24, cf. 18.

German (Pape)

[Seite 1286] ἡ, Liebe zur σοφία (s. d. W.); bes. Liebe zur Gelehrsamkeit, zu den Wissenschaften, Beschäftigung damit; bes. wissenschaftliche Behandlung der Redekunst u. Dialektik, ἡ περὶ τοὺς λόγους Isocr. 4, 10; Ggstz ἐμπειρία 2, 35; οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν διατρίβοντες Oratt. – Liebe zur Weisheit, Philosophie, von Sokrates an gebräuchlich, Plat. Phaedr. 239 b Gorg. 484 c; ἡ φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης Euthyd. 288 d. – Uebh. kunstgemäße Behandlung, Untersuchung nach gewissen Regeln u. Grundsätzen, wissenschaftliche Forschung, auch im plur., ἐν ταῖς φιλοσοφίαις πολὺν χρόνον διατρίψαντες Plat. Theaet. 172 c.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσοφία: ἡ, ἀγάπη τῆς σοφίας ἢ τῆς γνώσεως, ἐπιδίωξις σοφίας, θεωρία, σπουδή, Ἰσοκρ. 276D, Πλάτ. Φαίδων 61Α, Γοργ. 484C, κ. ἀλλ.· ἡ φιλ. κτῆσις ἐπιστήμης ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 288D. 2) συστηματικὴ ἢ μεθοδικὴ ἔρευνα ἢ σπουδὴ πράγματός τινος, Λατ. meditation, Ἰσοκρ. 21Ε· ἡ περὶ τὰς ἔριδας φ., ἐπιστημονικὴ διεξαγωγὴ τῶν συζητήσεων, ὁ αὐτ. 209Β· ἡ περὶ τοὺς λόγους φ., ἡ σπουδὴ τῆς ῥητορικῆς, ὁ αὐτ. 42Ε, πρβλ. φιλοσοφέω ΙΙ, 2· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς φιλ. πολὺν χρόνον διατρίψαντες Πλάτ. Θεαίτ. 172C· τέχναι καὶ φιλοσοφίαι Ἰσοκρ. 209Β· 3) φιλοσοφία, ἡ ἐξερεύνησις τῆς ἀληθείας καὶ τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. 225, Πλάτ. Ὅροι 414Β· κλπ. ― Ὁ Ἰσοκρ. συνήθως προτάσσει τὸ ἄρθρον, οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν ὄντες 24Ε, 99Α, 148Ε· ἐνίοτε ὡσαύτως ὁ Πλάτ. καὶ ὁ Ἀριστ. ὡς ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 1 ἐλάττ. 1. 5, Ἠθικ. Νικ. 10. 7, 3· ἀλλὰ συνηθέστατα οὗτοι παραλείπουσιν αὐτό, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 68C, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 2, κ. ἀλλ., πλὴν ὅταν προστίθηται ἐπιθετικὸς ἢ ἄλλος προσδιορισμὸς εἰς δήλωσιν ἰδιαιτέρου τινὸς συστήματος φιλοσοφίας, ἡ θεία φ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 239Β· ἐκείνου τῇ φ. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 213D· ἡ περὶ τὰ ἀνθρώπινα φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 22· ἡ τῶν Ἰταλικῶν φ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 1· οὕτως, ἡ Ἰωνικὴ φ. Διογέν. Λαέρτ. 1. 122· ἡ Ἀκαδημιακή, δογματική, σκεπτικὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 4, κλπ.· Πλάτων καὶ ἡ φιλ. 2. 176D· ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἐν ἀρχῇ τῆς φ. αὐτόθι 607C, κλπ.· μάλιστα ἡ πρώτη φ., = Ὀντολογία, καλούμένη καὶ θεολογικὴ ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, πρβλ. 9. 7, Σχόλ. ἐν τῇ Βερολ. Ἐκδ. σ. 519b, 19. 4) παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφεῦσι, βίος θεωρητικός, ἀσκητικός, Γρηγ. Ναζ.· πρβλ. φιλόσοφος ΙΙ. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 amour de la science ; recherche, étude ou pratique d’un art ou d’une science ; la science, la culture intellectuelle elle-même;
2 particul. culture méthodique de l’éloquence ou de la dialectique : ἡ περὶ τὰς ἔριδας φιλοσοφία ISOCR étude scientifique de l’argumentation;
3 abs. recherche de l’essence des choses, étude des choses de la nature, recherche de la vérité, philosophie : ἡ περὶ τὰ ἀνθρώπινα φιλοσοφία ARSTT la philosophie qui concerne les choses humaines.
Étymologie: φιλόσοφος.

English (Strong)

from φιλόσοφος; "philosophy", i.e. (specially), Jewish sophistry: philosophy.

English (Thayer)

φιλοσοφίας, ἡ (from φιλόσοφος), properly, love (and pursuit) of wisdom; used in the Greek writings of either zeal for or skill in any art or science, any branch of knowledge, see Passow, under the word (cf. Liddell and Scott, under the word). Once in the N. T. of the theology, or rather theosophy, of certain Jewish-Christian ascetics, which busied itself with refined and speculative inquiries into the nature and classes of angels, into the ritual of the Mosaic law and the regulations of Jewish tradition respecting practical life: Lightfoot on Colossians , the passage cited, and Prof. Westcott in B. D., under the word Philosophy).