ἄνθος

From LSJ
Revision as of 18:09, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθος Medium diacritics: ἄνθος Low diacritics: άνθος Capitals: ΑΝΘΟΣ
Transliteration A: ánthos Transliteration B: anthos Transliteration C: anthos Beta Code: a)/nqos

English (LSJ)

(A), ους, τό. gen. pl. ἀνθέων, freq. used for ἀνθῶν, S.El.896, Hermipp.5,6, Eub.105, Aristag.3; but

   A ἀνθῶν Pherecr.46, Pl.Criti. 115a, X.Cyn.5.5:—blossom, flower, πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Il.2.89; ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Od.6.231; βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Il.17.56; τέρεν' ἄνθεα ποίης Od.9.449; ἐπ' ἄνθεσιν ἵζειν Ar.Eq.403; δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Pl.Phd.110d; ἡ κατ' ἄνθη δίαιτα Id.Smp.196a; ἄνθεα τεθρίππων the chaplets of flowers which graced them, Pi.O.2.50, cf.7.80; [Δάφνιν] φέρβον μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι, i.e. with honey, Theoc.7.81.    2 generally, anything thrown out upon the surface, eruption, προσώπου Hp.Coac.416; cf. ἐξανθέω. froth or scum, ἄ. οἴνου Gal.11.628, Gp.6.3.9,7.15.6; ἄνθη χαλκοῦ, = χάλκανθος, Nic.Th.257; ἄ. χαλκοῦ, v. χαλκός; ἄ. χρυσοῦ, = ἀδάμας, Poll.7.99.    3 in pl., embroidered flowers on garments, Hermipp.5,6, Pl.R.557c, Cypr. Fr.4.    II metaph., bloom, flower of life, ἥβης ἄ. Il.13.484, Pi.P. 4.158, A.Supp.663; ἥβης ἄνθεσι Sol.25; κουρήιον ἄ. h.Cer.108; ὥρας ἄ. X.Smp.8.14; παῖς καλὸν ἄ. ἔχων Thgn.994; χροιᾶς ἀμείψεις ἄ. the bloom of complexion, A.Pr.23; τὸ τοῦ σώματος ἄ. its youthful bloom, Pl.Smp.183e; ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄ. προλίπῃ Id.R.601b; also, the flower of an army and the like, ἄ. Ἄργους A.Ag.197; ἄ. Περσίδος αἴας Id.Pers.59, cf. 252,925, E.HF876 (lyr.); ὅ τι ἦν αὐτῶν ἄ. ἀπολώλει Th.4.133; ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων the choice flowers of new songs, Pi.O.9.48; τὸ σὸν . . ἄ, παντέχνου πυρὸς σέλας thy pride or honour, A.Pr.7; τὰ ἄνθη flowers or choice passages, elegant extracts, APl.4.274, Cic.Att.16.11.1.    2 like ἀκμή, the bloom, i.e. height of anything, bad as well as good, δηξίθυμον ἔρωτος ἄ. A.Ag.743; ἀκήλητον μανίας ἄ. S.Tr.999; ἀ. τοῦ νοῦ Procl.in Alc.p.248C., Dam.Pr. 70; τῆς οὐσίας Procl. in Ti.1.412D.; τῆς ψυχῆς ib.472D.    III brightness, brilliancy, as of gold, Thgn.452; χαλκήϊον ἄ. Orph.Fr. 174; of dyes, lustre, PHolm.17.37; freq. of purple, in sg., Pl. R.429d, Arist.HA547a7, J.AJ3.6.1; ἁλὸς ἄνθεα AP6.206 (Antip. Sid.); of bright colours generally, περιβόλαια παντὸς ἄνθους D.H.7.72; ἄ. θαλάσσιον seaweed dye, Ps.-Democr.Alch.p.42B.    IV ἄ. πεδινόν, = ἀνθεμίς, Ps.-Dsc.3.136.
ἄνθος (B), ὁ, a kind of

   A bird, perh. the yellow wagtail, Arist.HA 592b25,609b14, Ael.NA5.48.

German (Pape)

[Seite 233] τό (ἀνά, ἀνήνοθα, nicht von ἄω, ἄημι), 1) das Aufkeimende, τέρεν' ἄνθεα ποίης Od. 9, 449. Gew. Blüthe, Blume, von Hom. an überall. Häufig übertr., das Schönste, Ausgezeichnetste, wie unser: die Blüthe; ἥβης, die Jugendblüthe, blühendes Alter, Il. 13, 484, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον; πυρὸς ἄνθος von Aristarch verworfene v. l. Iliad. 9, 212 αὐτὰρ ἐπεὶ πυρὸς ἄνθος ἀπέπτατο, παύσατο δὲ φλόξ, s. Scholl. Didym.; ἄνθος ἥβας Pind. P. 4, 158; Aesch. Suppl. 649 u. öfter; κουρήϊον ἄνθος h. Cer. 108; ἡβώντων Soph. Tr. 540; ὥρας Xen. Symp. 8, 14; σώματος, Schönheit, Plat. Conv. 183 c, u. ohne Zusatz Rep. X, 601 b; ἀνδρῶν, Ἀργείων, die Blüthe der Männer, der Argiver, Aesch. Pers. 59. 889 Ag. 190. Auch von leblosen Dingen, χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Ag. 929; ἔρωτος 623; ὕμνων Pind. Ol. 6, 105. 9, 52; ebenso ἀέθλων, τεθρίππων, Ὀλυμπιάδος, Ehre, Schmuck, 7, 80. 2, 55 N. 6, 65; ἄνθη, ohne weitern Zusatz, bei Cic. Att. 16, 11, die schönsten Stellen einer Schrift; auch von schlimmen Dingen, μανίας, der höchste Grad des Wahnsinnes, Soph. Tr. 995; ἀνίας frg. 182. Bei Aesch. Prom. 7 ist τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας interpungiren, u. nicht ἄνθος mit πυρός zu verbinden, deinen Schmuck, Schol. τὸν σὸν κόσμον. In ἄνθος οἴνου ist an flos vini, eine Art Kahm auf sehr altem edlen Wein zu denken; aber οἶνος λευκῷ πεπυκασμένος ἄνθει ist vom Schaume zu verstehen, Ath. – 2) die Blüthenpracht, Farbe, Farbenschimmer, Glanz, ἱμάτιον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον Plat. Rep. VIII, 557 c; ἄνθος καθαρόν, vom Glanz des Goldes, Theogn. 444; bes. vom Purpur, Plat. Rep. IV, 429 d; πρίνου ἄνθος, Scharlachfarbe, Simonid.; πορφύρας Plut. Bei Hippocr. προσώπου ἄνθη = ἐξανθήματα, Ausschlag.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθος: -εος, ους, τό, γεν. πληθ. ἀνθέων, ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνθῶν (πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἀνθ’ ὧν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ ῥήματος ἀνθέω, ἀνθῶν), Σοφ. Ἠλ. 896, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 3 καὶ 4, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 3, Ἀρισταγ. ἐν «Μαμμακύθῳ» 3 - 7· ἀλλ’ ἀνθῶν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλω» 7. Πιθαν. ἐκ √ΑΘ μετὰ παρεντεθειμένου Ν· πρβλ. ἀνθέω, ἄνθη, κτλ., ἀνθερεών, ἀνθέριξ, πρὸς τὰ ἀθήρ, ἀθάρη, καὶ ἴσως πρὸς τὰ Ἀθήνη, Ἀθῆναι· πρβλ. Σανσκρ. andhas (herba)· ὡσαύτως ἴσως Λατ. ador, adoreus. Ἴδε ὡσαύτως ἀνήνοθε). ἄνθος, πέτονται ἐπ’ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Ἰλ. Β. 89· ὑακινθίνῳ ἄνθει ἐοικὼς Ὀδ. Ζ. 231· βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Ἰλ. Ρ. 56· τέρεν’ ἄνθεα ποίης Ὀδ. Ι. 449· ἐπ’ ἄνθεσιν ἵζειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 403· δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Πλάτ. Φαίδων 110D· ἡ κατ’ ἄνθη δίαιτα ὁ αὐτ. Συμπ. 196Α· ἄνθεα τεθρίππων, οἱ ἐξ ἀνθέων στέφανοι, οἱ περικοσμοῦντες αὐτά, Πινδ. Ο. 2. 91, πρβλ. 7. 147. 2) ἡ ἄνθησις, ὁ καρὸς τῆς ἀνθήσεως, κουρήιον ἄνθος ἔχουσαι, Ρουγκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 108. 3) πᾶν ἐρύθημαἐξάνθημα τοῦ προσώπου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, ἴδε ἐν λ. ἐξανθέω: ἄνθος οἴνου, Λατ. flos vini, εἶδός τι εὐρῶτος (μούχλας) σχηματιζομένου ἐπὶ οἴνου λίαν παλαιοῦ, ἢ ἀφρὸς ὅστις καὶ νῦν ὀνομάζεται ἄνθος, διακρίνουσι δὲ ἐξ αὐτοῦ οἱ εἰδήμονες τὴν κατάστασιν τοῦ οἴνου: «ἔστι δοκιμάσαι τὸν οἶνον καὶ ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου καὶ ἐπιπολάζοντας αὐτῷ ἄνθους· ἐὰν ἐπιγένηται πορφυρίζον ἄνθος πλατὺ καὶ μαλακόν, ἀσφαλέστερός ἐστιν ο οἶνος, ἐὰν δὲ γλοιῶδες εἴη τὸ ἄνθος, οὐκ ἀγαθόν», κτλ. Γεωπ. VII. 15. 6· χαλκοῦ ἄνθος, ἴδε ἐν λ. χαλκός. ΙΙ. μεταφ., τὸ ἄνθος ἢ ἡ ἀκμὴ τῆς ἡλικίας, ἥβης ἄνθος Ἰλ. Ν. 484· ἥβης... ἐπ’ ἄνθεσι Σόλων 21· ὥρας ἄνθος Ξεν. Συμπ. 8, 14· καλὸν ἄνθος ἔχων Θεόγν. 994· σταθευτὸς δ’ ἡλίου φοίβῃ φλογὶ χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος, θ’ ἀπολέσῃς τὴν ἀνθηρότητα τῆς χροιᾶς σου, Αἰσχύλ. Πρ. 23· τὸ τοῦ σώματος ἄνθος, ἡ νεανικὴ αὐτοῦ ἀνθηρότης, Πλάτ. Συμπ. 183Ε· ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄνθος προλίπῃ ὁ αὐτ. Πολ. 601Β: - ὡσαύτως, τὸ ἄνθος στρατοῦ, κτλ., ἄνθος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 197· ἄνθος Περσίδες αἴας ὁ αὐτ. Πέρσ. 59, πρβλ. 252. 925, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 878· ὅ τι περ ἦν αὐτῶν ἄνθος ἀπωλώλει Θουκ. 4. 133, πρβλ. Ἑρμστερουσίου Λουκ. 1. 171· ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων, τὰ ἐκλεκτότατα τῶν νέων ᾀσμάτων, Πινδ. Ο. 9. 74· τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας, τὸ σὸν ἐξαίρετον γέρας, Αἰσχύλ. Πρ. 7: - τὰ ἄνθῃ, ἐκλεκτὰ χωρία ἢ ταμάχια, γλαφυρὰ ἀποσπάσματα συγγραφέων, Ἀνθ. Πλαν. 274, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 11, 1. 2) ἀκμή, τὸ ὕψιστον σημεῖον παντὸς πράγματος καλοῦ ἢ κακοῦ, δηξίθυμον ἔρωτος ἄνθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· ἀκήλητον μανίας ἄνθος Σοφ. Τρ. 1000· πρβλ. ἀνθηρὸς 1. ἐν τέλ. ΙΙΙ. λαμπρότης, στιλπνότης, οἵα ἡ τοῦ χρυσοῦ, αἰεὶ δ’ ἄνθος ἔχει καθαρὸν Θέογν. 452: ἐντεῦθεν κατὰ πληθ. λαμπραὶ βαφαί, ἀνθηρὰ χρώματα, Meineke Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 4· ἱμάτιον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον Πλάτ. Πολ. 557C: - ἰδίως ἐπὶ τῆς πορφύρας, καθ’ ἐν., αὐτόθι 429D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 6· ἀλὸς... ἄνθεσι Ἀνθ. Π. 6. 206· ἴδε Βέλκερ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σ. 11, 14, καὶ ἴδε ἄνθινος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 une pousse;
2 fleur ; fig. ἥβης ἄνθος IL, ὥρας ἄνθος XÉN la fleur de la jeunesse ; ἄνθος Ἀργείων ESCHL, Περσίδος αἴας ESCHL le fleur des Argiens, de la Perse, càd les plus vaillants, les plus nobles ; ἄνθος ἔρωτος ESCHL un amour dans toute sa fraîcheur ou dans toute sa force ; p. ext. couleur brillante, éclat.
Étymologie: R. Ἀθ pousser ; cf. ἀθήρ ; DELG cf. ἀνήνοθε.

English (Autenrieth)

εος: blossom, flower; fig., ἥβης ἄνθος, Il. 13.484.

English (Slater)

ἄνθος (ἄνθος, -ος; ἄνθε(α), -έων, -εσι(ν), -ε(α).)
   1 blossom
   a δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.41)
   b pl., blossoms, wreaths, garlands ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων ἄγαγον (O. 2.50) τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς (O. 7.80) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (N. 4.21) ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Hermann: ἄνθεα codd.) (N. 5.54) δύο μὲν σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.63) τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας (Pae. 1.10)
   c met. ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος (O. 6.105) αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων (O. 9.48) “σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” (P. 4.158) κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.53) ἄν]θεα τοια[υτ ] ὑμνήσιος δρέπῃ (supp. Lobel.) (Pae. 12.4)

Spanish (DGE)

-ους, τό

• Morfología: [formas sin contraer, p. ej. ἀνθέων S.El.896, ἄνθεα Pi.O.2.50; nom. plu. ἄνθι[α Corinn.(?) 39.1.8]
I 1flor πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Il.2.89, cf. Hes.Th.279, Op.75, ἄ. ἔαρος LXX Sap.2.7, cf. Il.17.56, Od.9.449, 6.231, Archil.300.28, Xenoph.1.11, S.El.l.c., E.Med.842, IA 1298, Fr.754, Pl.Phd.110d, Criti.115a, Smp.196a
de guirnaldas o coronas ἀν[στεφθε] ῖσιν ἄ[ν] θεα [χρυσέ] αν δόξαν ... τρέφει B.13.60, ἄνθεα τεθρίππων las coronas (ganadas por) las cuadrigas Pi.O.l.c., cf. 7.80, <εὐ>στεφάνων ... ἀνθέων Eub.105, cf. Ath.682d
de flores usadas para perfumar ἔβαψαν ἐν ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι Cypr.4
de la miel (Δάφνιν) φέρβον ... μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι Theoc.7.81
del vino Ϝοῖνον ... ἄνθεος ὄσδοντα vino que huele a flores Alcm.92b, οἶνος ... ἄνθεος ὀζόμενος Xenoph.1.6
de adornos flores bordadas Hermipp.5, 6, Pl.R.557c.
2 de algo que sale a la superficie espuma κύματος ἄ. Alcm.26.3, ἄνθεσιν ἄχνας Hymn.Is.75, οἶνον ... λευκῷ πεπυκασμένον ἄνθει Archestr.59.3, ἄ. οἴνου Gal.11.628, Gp.6.3.9, 7.15.6
erupción προσώπου Hp.Coac.416
ἄνθη ... χαλκοῦ = χάλκανθος calcanto, sulfato de cobre Nic.Th.257, χρυσοῦ τὸ ἄ. = ἀδάμας hematitis Poll.7.99, ἀργύρεον ἄνθος óxido de plomo Hp.Mul.1.57
humo ἄ. ... λιγνύος Theodect.17, φλογὸς ἄνθεα AP 5.264 (Paul.Sil.).
II fig.
1 de procesos o estados temporales, c. gen. subjet. o adj. la flor o culminación de la edad juvenil ἥβης ἄ. la flor de la juventud o la juventud, Il.13.484, Hes.Th.988, Mimn.1.4, 2.3, Tyrt.6.28, Pi.P.4.158, Sol.12, A.Supp.663, κουρήϊον ἄ. la juventud, h.Cer.108, ὥρας ἄ. la juventud X.Smp.8.14, ἄν] θος ... παρθενήϊον la flor de la doncellez Archil.300.18
de ahí παῖς καλὸν ἄνθος ἔχων un muchacho en la flor de su juventud Thgn.994, τὸ τοῦ σώματος ἄ. el vigor corporal Pl.Smp.183e, cf. R.601b, τὸ ἄ. ... τῶν προσώπων la lozanía de los rostros Ach.Tat.1.13.3
la culminación o flor en gener. γήραος ... ἄ. Democr.B 294, Erinn.1B.46, μανίας ἄ. S.Tr.999.
2 de pers. c. gen. partit. la flor, lo mejor ἄ. Ἀργείων A.A.197, ἄ. Περσίδος αἴας A.Pers.59, cf. 252, χώρας ἄ. A.Pers.925, ἄ. πόλεος E.HF 876, Ἑλλάδος ... ἄ. E.Tr.809, ὅ τι ἦν αὐτῶν ἄ. ἀπολώλει Th.4.133
tb. de cosa c. gen. partit. πολλῶν χρημάτων ... ἄ. A.A.955, ἄνθεα δ' ὕμνων Pi.O.9.48, τὸ ἄ. σμύρνης mirra de la mejor calidad LXX Ex.30.23, ἄ. τῆς ψυχῆς la parte mejor del alma Procl.in Ti.1.472.12, τοῦ νοῦ Procl.in Alc.248, Dam.Pr.70, τῆς οὐσίας Procl.in Ti.1.412.9
de ahí ἄνθεα pasajes escogidos Cic.Att.420.1
doctrinas escogidas Ὀρειβάσιος ... ἰητρῶν προτέρων ἄνθεα δρεψάμενος AP 16.27.4.
3 de abstr. y cosas en gener. c. gen. epexegético, tb. c. adj. o abs. flor, exquisitez, belleza del amor δηξίθυμον ἔρωτος ἄ. flor de amor que muerde el corazón A.A.743, τὰ τέρπν' ἄνθε' Ἀφροδίσια Pi.N.7.53, ἄνθεα ὄλβου B.3.94, el fuego τὸ σὸν γὰρ ἄ., ... πυρὸς σέλας tu flor, ... la luz del fuego A.Pr.7, el honor ἄνθεα τιμῆς Emp.B 3.6, el discurso σοῦ τοῖσι λόγοις ... σῶφρον ἔπεστιν ἄ. Ar.Nu.1025, las plumas κολοιὸν εὔπτερον ἀλλοτρίοις ἄνθεσι un grajo de bellas alas por causa de ajenos adornos Gr.Naz.M.37.888.
4 en metonimias, del vino ἄλυπον ... ἄνθος ἀνίας flor de felicidad que quita el dolor S.Fr.172, τῆς φωνῆς τὸ ἄνθος la lengua Ach.Tat.5.5.4.
III usos especializados color χροιᾶς ... ἄ. el color de la piel A.Pr.23, ἀπέπτατο πᾶν ἀπὸ χροιῆς ἄ. AP 12.39, ἄνθη λαμπρότερα Arist.Col.794b3, ἀκρατέστερον ... ἄ. Arist.Col.794b6, περιβόλαια ἐκ παντὸς ἄνθους D.H.7.72
brillo del oro, Thgn.452, χαλκήϊον ἄ. Orph.Fr.174
de tintes, a menudo de la púrpura, Pl.R.429d, Arist.HA 547a7, I.AI 3.102, τοῦ ἄνθους τὸ αἷμα Ach.Tat.2.11.5, ἄ. θαλάσσιον tinte sacado del mar Ps.Democr.p.42, βαπτὸν ἁλὸς πολιῆς ἄνθεσι AP 6.206 (Antip.Sid.)
de tintes en gener. τῶν ἐρίων καὶ τῶν ἀνθῶν Pherecr.46, τὸ ἄ. τὸ ἀπὸ τῶν βαφαίων PHolm.106
cana Sud.s.u. Ἀνθοσμίας.
IV bot. ἄ. πεδινόν = ἀνθυλλίς Ps.Dsc.3.136.
V orn. una clase de pájaro, quizás el verderón Arist.HA 592b25, 609b14, Ael.NA 5.48, Plin.HN 10.74, 10.116, Boeus en Ant.Lib.7.

• Etimología: Suele relacionarse c. ai. andhas ‘planta del soma’ (aunque en el Veda el sent. de ‘planta’ no está garantizado). Cf. tb. air. ainder ‘mujer joven’. Parece preferible separar en gr. esta palabra (< *H2endhos) de ἀνθέριξ, etc., tal vez relacionadas por etim. popular.

English (Strong)

a primary word; a blossom: flower.

English (Thayer)

ἀνθεος, τό (from Homer down); a flower: 1 Peter 1:24.