αναδίδω

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

και -δίνωἀναδίδωμι)
1. εκφύω, παράγω, φέρω
2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.)
3. αναβλύζω, αναβρύω
νεοελλ.
(αμτβ.)
1. βλαστάνω, φυτρώνω
2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω
3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω
4. αναφαίνομαι, εμφανίζομαι, εκδηλώνομαι
5. εκπέμπω δυσάρεστη οσμή
6. βγάζω φλόγα, ανάβω
7. γίνομαι υγρός, διαβρέχομαι, υγραίνομαι
8. διαλύομαι από την υγρασία, λειώνω
αρχ.
1. δίνω προς τα επάνω, κρατώ κάτι ψηλά και το δίνω ή απλώς δίνω
2. διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω, παρέχω
3. δίνω πίσω, επιστρέφω
4. πουλώ
5. (στη Γραμμ.) (για τονισμό) αναβιβάζω
6. πηγαίνω προς τα πίσω, οπισθοχωρώ
7. φρ. «ἀναδίδωμι φήμην», διαδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δίδωμι.
ΠΑΡ. ανάδομα, ανάδοση(-ις)
αρχ.
ἀνάδοτος.