εὔξενος
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
Ion. εὔξεινος, ον,
A kind to strangers, hospitable, ἀνδρῶνας εὐ. δόμων the guest-chambers, A.Ch.712; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις E. Hipp.157 (lyr.). Ep. Adv. ἐϋξείνως A.R.1.963, 1179.
II πόντος εὔ. the Euxine, now the Black Sea, Hdt.1.6, al., E.IT125 (lyr., codd., sed leg. Ἀξείνου); and so εὔ. (leg. ἄξ-) οἶδμα Id.HF 410 (lyr.); εὔ. πέλαγος Pi.N.4.49; ὁ Εὔξεινος alone, Str.11.1.5; cf. ἄξενος: εὔξεινος is a euphemism, like Εὐμενίδες.
German (Pape)
[Seite 1084] ion. u. p. εὔξεινος, gut gegen Fremde, gastfreundlich, gastlich, von Menschen wie von Ländern u. Wohnungen; εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων Aesch. Ch. 701; λιμένα τὸν εὐξεινότατον ναύται ς Eur. Hipp. 157; πόντος I. T. 125, das Schwarze Meer, seit seine Küsten mit hellenischen Pflanzstädten bedeckt waren, früher ἄξενος, wegen seiner wilden Anwohner is. nom. pr.). – Ζεὺς ἐΰξεινος, Ap. Rh. 2, 378, sonst ξείνιος, der Beschützer der Gastfreundschaft. – Adv. εὐξένως, p. εὐξείνως, Ap. Rh. 1, 963.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. εὔξεινος;
1 qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);
2 hospitalier : ὁ πόντος ὁ Εὔξεινος, ὁ πόντος Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin litt. la mer hospitalière, p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral.
Étymologie: εὖ, ξένος -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος πόντος « la mer inhospitalière », calque d'un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.
Russian (Dvoretsky)
εὔξενος: ион. εὔξεινος 2 гостеприимный (πέλαγος Pind.; ἀνδρῶνες δόμων Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.): Πόντος Εὔ. (прежде Ἄξενος) Pind., Eur. etc. Понт Эвксинский (ныне Черное море).
Greek (Liddell-Scott)
εὔξενος: Ἰων. εὔξεινος, ον, ἀγαθὸς πρὸς τοὺς ξένους, φιλόξενος, φιλικός, ἀνδρῶνας εὐξ. δόμων, τοὺς θαλάμους τοὺς ὡρισμένους πρὸς ὑποδοχὴν τῶν ξένων, Αἰσχύλ. Χο. 712· λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Εὐρ. Ἱππ. 157: - Ἐπικ. Ἐπίρρ. ἐϋξείνως Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 963, 1179. ΙΙ. Πόντος Εὔξεινος, ἡ τανῦν Μαύρη Θάλασσα, Ἡρόδ. 1. 6, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ι. Τ. 125, κτλ.· εὔξ. πέλαγος Πινδ. Ν. 4. 80· οἶδμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 410, κτλ.· ὁ Εὔξεινος μόνον, Στράβ. 491. - Κατὰ πρῶτον τὸ πάλαι ἐκαλεῖτο ἄξενος, ὁ ἀφιλόξενος, ἐκ τῶν ἀγρίων φυλῶν αἵτινες κατῴκουν τὰ παράλια αὐτοῦ (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ὀβιδ. Trist. 4. 4, 56): - ἴσως τὸ ὄνομα εὔξεινος ἐλέχθη κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ Εὐμενίδες.
Greek Monolingual
εὔξενος, -ον (Α)
βλ. εύξεινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξένος.
Greek Monotonic
εὔξενος: Ιων. εὔ-ξεινος, -ον,
I. ευγενικός προς τους ξένους, φιλόξενος, φιλικός, ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων, οι ξενώνες, σε Αισχύλ.· λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις, σε Ευρ.
II. πόντος εὔξεινος, ο Εύξεινος Πόντος, η σημερινή Μαύρη Θάλασσα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αρχ. τύπος ἄξενος, αφιλόξενος (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, σε Οβίδ.).
Middle Liddell
I. kind to strangers, hospitable, ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων the guest- chambers, Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.
II. πόντος εὔξεινος the Euxine, now the Black sea, Hdt., etc.:—anciently called ἄξενος, the inhospitable (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ovid.).