παρεσθίω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A eat besides, Hp.Dent.16.
IIgnaw or nibble at, c. gen., ὥσπερ θύρας… τῶν λογίων Ar.Eq.1026; μαθημάτων Jul.Gal. 229c.
2metaph., carp, sneer at, c. acc., D.L.2.66.
German (Pape)
[Seite 518] (s. ἐσθίω), daneben, zugleich essen, Hippocr. u. Sp.; – benaschen, τινός, Ar. Equ. 1026.
French (Bailly abrégé)
1 manger en outre ou en même temps;
2 ronger, gén..
Étymologie: παρά, ἐσθίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εσθίω erbij eten:. τὰ παρεσθίοντα ἐν τῷ θηλάζειν ῥᾷον φέρει ἀπογαλακτισμόν kinderen die vast voedsel eten naast de borstvoeding verdragen het spenen gemakkelijker Hp. Dent. 16.
Russian (Dvoretsky)
παρεσθίω: (fut. παρέδομαι, aor. 2 παρέφᾰγον, inf. aor. παραφᾰγεῖν) обгрызать, обгладывать (τινός Arph. и τι Diog. L.).
Greek Monolingual
Α
1. τρώγω και κάτι άλλο εκτός από την κυρίως τροφή
2. αποσπώ με δάγκωμα, τρώγω μέρος από κάτι
3. μτφ. α) τρέφομαι πνευματικώς, μορφώνομαι
β) σκώπτω, πειράζω κάποιον, είμαι δηκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐσθίω «τρώω»].
Greek Monotonic
παρεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ -έφᾰγον, απαρ. -φᾰγεῖν· τρώω ή δαγκώνω ένα πράγμα με λαιμαργία, με γεν., σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεσθίω: μέλλ. -έδομαι: ἀόρ. -έφᾰγον, ἀπαρ. -φᾰγεῖν· -ἐσθίω τι προσέτι, τὰ παρεσθίοντα ἐν τῷ θηλάζειν ῥᾷον φέρει ἀπογαλακτισμὸν Ἱππ. 267. 38. ΙΙ. τρώγω ἢ δάκνων ἀποσπῶ μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., ἀλλ’ ὁ κύων ὁδὶ ὥσπερ θύρας σοῦ τῶν λογίων παρεσθίει Ἀριστοφ. Ἱππ. 1026. -ἐντεῦθεν, ψέγω, σκώπτω τινά, Λατ. rodere, μετ’ αἰτ., Διογ. Λ. 2. 66.
Middle Liddell
fut. -έδομαι aor2 -έφᾰγον inf. -φᾰγεῖν
to gnaw or nibble at a thing, c. gen., Ar.