πλάστης

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάστης Medium diacritics: πλάστης Low diacritics: πλάστης Capitals: ΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: plástēs Transliteration B: plastēs Transliteration C: plastis Beta Code: pla/sths

English (LSJ)

πλάστου, ὁ,
A moulder, modeller, in clay or wax, Pl.R. 588d, Lg.671c, Plu.Per.12; sculptor, IG11(4).1105 (Delos, iii B. C.), Luc.Im.9, Gal.Med.Phil.2; brickmaker, Meyer Ostr.61.6 (iii B. C.); perhaps = τριχοπλάστης, Plu.Dio9.
II creator, Ph.1.434.

German (Pape)

[Seite 625] ὁ, der Bildner, Former, Schöpfer, bes. der in Thon od. Wachs arbeitende Künstler, Plat. Rep. IX, 588 c u. Sp., wie Plut. Thes. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui façonne, qui modèle :
1 ouvrier en argile ou ouvrier en cire, modeleur, statuaire;
2 coiffeur.
Étymologie: πλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάστης -ου, ὁ [πλάττω] vormgever; van een boetseerder; Plat. Resp. 588d; van een beeldhouwer; Luc. 43.9; van een kapper. Plut. Dion 9.3.

Russian (Dvoretsky)

πλάστης: ου ὁ
1 ваятель, гончар или скульптор (πλάσται εἰκόνων Plut.): δεινοῦ πλάστου τὸ ἔργον (sc. ἐστίν) Plat. это дело искусного ваятеля;
2 парикмахер Plut.

Spanish

modelador

Greek Monolingual

ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, -ιδος, ΝΜΑ πλάσσω
1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι
2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων
3. ο θεός ως δημιουργός του κόσμου, του σύμπαντος («δοξάζω τον ποιητήν τών ουρανών, τον πλάστη», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. μικρή κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, το πλαστήρι
2. πλαστίδιο
3. μτφ. αυτός που δημιουργεί κάτι φανταστικό («γιατ' είν' η αγάπη πλάστρα / και πλάθει μύρια πλάσματα που συντροφιά μας τά 'χει», Ζερβ.)
αρχ.
1. γλύπτης
2. κατασκευαστής πλίνθων
3. αυτός που ασχολείται με την περιποίηση της κόμης, τριχοπλάστης.

Greek Monotonic

πλάστης: -ου, ὁ, αυτός που πλάθει, που σχηματίζει, πλάστης σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλάστης: -ου, ὁ, (πλάσσω) ὁ πλάττων, σχηματίζων, τεχνίτης ἐργαζόμενος τὸν πηλὸν ἢ κηρόν, Πλάτ. Πολ. 588D, Νόμ. 671C, Πλούτ., κλ.· ὡσαύτως ἀντὶ τριχοπλάστης, Πλουτ. Δίων 9. ΙΙ. δημιουργός, Φίλων 1. 434, Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427, 428.

Middle Liddell

πλάστης, ου, ὁ,
a moulder, modeller, Plat.

Léxico de magia

modelador ref. a Kneph Αἰγυπτιστὶ Κνηφ Ἑλληνιστὶ δὲ π. μέγας en egipcio Kneph, en griego el gran modelador SM 70 2

Translations

sculptor

Albanina: gdhendës, gdhendëse; Arabic: نَحَّات‎, مَثَّال‎; Armenian: քանդակագործ; Azerbaijani: heykəltəraş; Basque: eskultore, zizelkari; Belarusian: разьбяр, скульптар; Bulgarian: скулптор, скулпторка, ваятел; Burmese: ပန်းပုဆရာ; Catalan: escultor, escultora; Chinese Mandarin: 雕刻家, 雕塑家; Czech: sochař, sochařka, řezbář; Danish: billedhugger, skulptør; Dutch: beeldhouwer; Esperanto: skulptisto; Faroese: myndahøggari; Finnish: kuvanveistäjä; French: sculpteur; Galician: escultor; Georgian: მოქანდაკე; German: Skulpteur, Bildhauer, Bildhauerin; Greek: γλύπτης, γλύπτρια; Ancient Greek: ἀγαλματογλύπτης, ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός, ἀγαλματουργός, ἀγαλμοτυπεύς, ἀναγλυφάριος, ἀνδριαντογλύφος, ἀνδριαντοεργάτης, ἀνδριαντοπλάστης, ἀνδριαντοποιός, ἀνδριαντουργός, γλύπτης, γλυφευτής, δημιουργός, ζωογλύφος, ζῳογλύφος, ζωοπλάστης, ζῳοπλάστης, ζῳοτύπος, λααξός, λαξόος, λαοξόος, λιθογλύπτης, λιθογλύφος, λιθοξόος, λιθόξοος, λιθοξύστης, λιθοτέκτων, λιθουργός, ξοανογλύφος, πλάστης, πλαστουργός, τέκτων; Hungarian: szobrász; Icelandic: myndhöggvari; Ido: skultisto, skultero; Indonesian: pemahat; Irish: dealbhóir, snoíodóir; Italian: scultore, scultrice; Japanese: 彫刻家; Kazakh: мүсінші; Korean: 조각가; Latin: sculptor; Lithuanian: skulptorius; Macedonian: вајар, скулптор; Maori: kaiwhakairo, kaitārai; Norman: stchulpteux; Norwegian Bokmål: skulptør, billedhugger; Nynorsk: skulptør, bilethoggar; Occitan: esculptor; Old East Slavic: ваꙗтель; Polish: rzeźbiarz, rzeźbiarka; Portuguese: escultor; Romanian: sculptor, sculptoriță; Russian: скульптор, ваятель, ваятельница; Serbo-Croatian Cyrillic: ки̏па̄р; Roman: kȉpār; Slovak: sochár, sochárka; Slovene: kipar; Spanish: escultor, escultora; Swedish: skulptör, bildhuggare; Tagalog: manlililok; Telugu: శిల్పి; Thai: ประติมากร; Turkish: heykelci, heykeltıraş, yontucu; Ugaritic: 𐎔𐎒𐎍; Ukrainian: скульптор, різьбяр; Vietnamese: nhà điêu khắc

hairdresser

Afrikaans: haarkapper; Albanian: floktar, berber; Arabic: ⁧مُزَيِّن⁩, ⁧كْوَافِير⁩; Armenian: վարսավիր, վարսահարդար; Azerbaijani: bərbər, dəllək; Belarusian: цырульнік, цырульніца; Bengali: নরসুন্দর; Bulgarian: фризьор, фризьорка, коафьор, коафьорка; Catalan: perruquer, barber, pentinador; Chinese Mandarin: 美髮師/美发师, 理髮員/理发员; Czech: kadeřník, kadeřnice; Danish: frisør; Dutch: kapper, kapster; Esperanto: frizisto, haristo, barbiro; Estonian: juuksur; Finnish: kampaaja, parturi; French: coiffeur, coiffeuse, friseur, friseuse; Georgian: პარიკმახერი, დალაქი; German: Friseur, Friseurin, Coiffeur, Coiffeuse; Greek: κομμωτής, κομμώτρια; Ancient Greek: κεροπλάστης, κομμωτής, κομμώτρια, κουρεύς, κουρεύτρια, κτενιστής, πλάστης, τριχοκοσμητής, τριχοπλάστης; Hebrew: ⁧מְעַצֵּב שֵׂיעָר⁩; Hindi: नाई; Hungarian: fodrász; Ido: kuafisto; Indonesian: penata rambut; Irish: gruagaire; Italian: parrucchiere, parrucchiera; Japanese: 美容師; Kazakh: шаштараз; Khmer: ជាងអ៊ុតសក់; Korean: 미용사(美容師); Kyrgyz: чачтарач, парикмахер; Lao: ຊ່າງຕັດຜົມ; Latin: cinerarius, ciniflo, ornatrix; Latvian: frizieris, friziere; Lithuanian: kirpėjas, kirpėjas; Macedonian: фризер, фризерка; Maltese: parrukkier, parrukkiera; Maori: kaikuti makawe, kaihākari; Mongolian Cyrillic: үсчин; Norman: copeux dé g'veux, pèrrutchi; Norwegian Bokmål: frisør; Nynorsk: frisør; Occitan: perruquièr; Persian Iranian Persian: ⁧آرایِشْگَر⁩, ⁧حَجَّام⁩; Classical Persian: ⁧آرایِشْگَر⁩, ⁧حَجَّام⁩; Polish: fryzjer, fryzjerka, golibroda; Portuguese: cabeleireiro, cabeleireira; Romanian: frizer, frizeriță, coafor; Russian: парикмахер, парикмахерша, цирюльник, цирюльница; Serbo-Croatian Cyrillic: фрѝзе̄р, фрѝзе̄рка; Roman: frìzēr, frìzērka; Slovak: kaderník, kaderníčka; Slovene: frizer, frizerka; Spanish: peluquero, peluquera; Swedish: frisör, frisörska, barberare; Tagalog: tagapagkulot; Tajik: сартарош, машшота, ороишгар; Thai: ช่างแต่งผม; Tibetan: སྐྲ་ཁང; Turkish: berber, kuaför; Turkmen: dellek; Ukrainian: перукар, перукарка; Urdu: ⁧حَجّام⁩, ⁧مُو تَراش⁩, ⁧نَائی⁩; Uyghur: ⁧ساتىراش⁩, ⁧ساتىراچ⁩; Uzbek: sartarosh; Vietnamese: thợ cắt tóc nữ; Volapük: heran, hiheran, jiheran; Welsh: triniwr gwallt

brickmaker

Dutch: steenbakker; French: briquetier; German: Ziegelstreicher, Ziegelbrenner; Greek: πλινθοποιός; Ancient Greek: πλάστης, πλινθευτής, πλινθοβάψ, πλινθοποιός, πλινθουργός; Latin: laterarius; Old English: tiġelwyrhta; Ottoman Turkish: طوغله‌جی; Russian: кирпичный мастер, кирпичник; Turkish: tuğlacı