πολυπραγμονέω
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
Ion. πολυπρηγμονέω, pf.
A πεπολυπραγμόνηκα Phld.Sign.33:—to be busy about many things, μὴ πολυπραγμόνει take no trouble about it, Pherecr. 154; π. τὰς αἰτίας ἐρευνῶντας Pl.Lg.821a; περί τι ib.952d; περί τινα Phld.Ind.Sto.22; ὑπὲρ σοῦ Pl.Tht.184e.
2 mostly in bad sense, to be a meddlesome busybody, be an inquisitive busybody, Ar.Pl.913, etc.; τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ π. Pl.R. 433a: c.acc., τὰ ὀθνεῖα Democr.80; interfere, εἰς τι IG5(1).1208.24 (Gythium).
b esp. meddle in state affairs, intrigue, Hdt.3.15, X.An.5.1.15.
3 c. acc., to be curious after, inquire closely into, ἀλλότρια κακά Men.Mon.583, cf. Plb.3.38.2; οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες Id.9.15.7; τὰ μετέωρα π. Diog.Oen.3, etc.:—Pass., Plb.12.27.4.
German (Pape)
[Seite 669] ion. -πρηγμονέω, ein πολυπράγμων sein, vielerlei Sachen treiben, viel Händel neben einander haben, vielerlei unternehmen, sehr geschäftig sein; gew. im tadelnden Sinne, sich in vielerlei Angelegenheiten mengen, die Einen Nichts angehen, sich mit anderer Leute Angelegenheiten zu schaffen machen; Ar. Plut. 913; τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν, Plat. Rep. IV, 433 ad, wie Gorg. 526 c; περί τι, Legg. XII, 952 d; daher vorwitzig sein, Parm. 137 b Theaet. 184 e; οὔτε πολυπραγμονεῖν δεῖ τὰς αἰτίας ἐρευνῶντας, Legg. VII, 821 a; Folgde. – Bes. Neuerungen im Staate vorhaben, mit staatsgefährlichen Unternehmungen umgehen, Her. 3, 15, wie πολλὰ πρήσσω, 5, 33; vgl. πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου, Xen. An. 5, 1, 15, wie Arr. An. 2, 13, 3; Pol. 2, 45, 6; μηδὲν πολυπραγμονεῖν τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, 18, 34, 2; übh. ausforschen, ausspüren, τὰ κατὰ τὸν Ἀντίοχον, 3, 58, 5, ausspioniren, τὰ περὶ τοὺς ὑπεναντίους, 3, 80, 2, u. öfter; – seltener im guten Sinne, wißbegierig sein, genau wonach forschen, τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν, οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες, 9, 15, 7 u. öfter; Luc. de merc. cond. 12; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
πολυπραγμονῶ :
1 se mêler indiscrètement de beaucoup de choses, faire l'empressé, être intrigant;
2 se mêler de réformes ou d'innovations politiques;
3 en b. part s'occuper de qch avec soin.
Étymologie: πολυπράγμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπραγμονέω, Ion. πολυπρηγμονέω [πολυπράγμων] zich druk maken, zich inspannen:. π. τι περὶ τὴν παιδείαν zich een beetje druk maken over de opvoeding Plat. Lg. 952d; ἐμὲ ὑπὲρ σοῦ πολυπραγμονεῖν dat ik mij in jouw plaats inspan Plat. Tht. 184e; πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες zich druk maken met het zoeken naar de oorzaken Plat. Lg. 821a. neg. bemoeizuchtig zijn:; τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν zich met zijn eigen zaken bezighouden en niet bemoeizuchtig zijn Plat. Resp. 433a; intrigeren:. παρὰ Σεύθῃ πολυπραγμονῶν bij Seuthes intrigerend Xen. An. 5.1.15. nieuwsgierig zijn naar, met acc.: τί τοῦτο πολυπραγμονοῦσα; waarom zo nieuwsgierig daarnaar? Luc. 35.4.
Russian (Dvoretsky)
πολυπραγμονέω: ион. πολυπρηγμονέω
1 заниматься множеством дел, усердствовать не в меру, соваться не в свои дела, суетиться (περί τι и περί τινος Plat.): τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ π. Plat. делать свое дело и не соваться в чужие;
2 выведывать, разузнавать (τὰ κατά τινα и τὰ περί τινα Polyb.; πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν παρά τινος Plut.);
3 заниматься интригами, строить козни Her.: πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου Xen. за какие-то интриги (Дексипп) был казнен Никандром;
4 ревностно исследовать, тщательно изучать (τὰς αἰτίας Plat.; τὰ παρὰ τῶν μαθηματικῶν Polyb.): οἱ τὰ φαινόμενα πεπολυπραγμονηκότες Polyb. те, кто исследовал (небесные) явления.
Greek Monotonic
πολυπραγμονέω: Ιων. -πρηγμονέω, μέλ. -ήσω,
1. ασχολούμαι με πολλά πράγματα, με αρνητική σημασία, είμαι ανακατωσούρης, φιλοπερίεργος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, όπως το νεωτερίζω· ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, δολοπλοκώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. με αιτ., περιεργάζομαι κάτι, σε Μένανδρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπραγμονέω: Ἰων. πολυπρηγμ-, ἀσχολοῦμαι εἰς πολλὰ πράγματα, ἢ ἐξετάζω τι κατὰ βάθος, κοινῶς «πολυεξετάζω», μὴ πολυπραγμόνει, μὴ φρόντιζε πολὺ περὶ αὐτοῦ, Φερεκράτ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· οὔτε ζητεῖν δεῖν οὔτε πολυπραγμονεῖν τὰς αἰτίας ἐρευνῶντες Πλάτ. Νόμ. 821Α· περί τι αὐτόθι 952D· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 184Ε. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι πολυπράγμων, θέλω νὰ μανθάνω τί κάμνει ὁ μὲν καὶ ὁ δὲ, ἀναμιγνύομαι εἰς ξένας ὑποθέσεις, (πρβλ. πολυπράγμων), Ἀριστοφ. Πλ. 913, κλπ.· τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπρ. Πλάτ. Πολ. 433Α· ― μάλιστα ὡς τὸ νεωτερίζω, ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα, ῥᾳδιουργῶ κατὰ τῶν καθεστώτων, Λατ. novas res moliri, Ἡρόδ. 3. 15 (ὡς τὸ πολλὰ πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 33), Ξεν. Ἀν. 5. 1, 15. 3) παρὰ μεταγεν., μετ’ αἰτ, περιεργάζομαί τι, ἐρευνῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀλλότρια κακὰ Μενάνδρ. Μονόστ. 583, πρβλ. Πολύβ. 3. 38, κτλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. 12. 27, 4· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. πολυπραγμονητέον, ὁ αὐτ. 9. 19, 4.
Middle Liddell
πολυ-πραγμονέω,
1. to be busy about many things, in bad sense, to be a meddlesome, inquisitive busybody, Ar., Plat.: also, like νεωτερίζω, to meddle in state affairs, intrigue, Hdt., Xen.
2. c. acc. to be curious after, Menand.