προγιγνώσκω
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
Ion. and later προγινώσκω: fut. προγνώσομαι: Ep. aor. inf.
A προγνώμεναι h.Cer.257:—know beforehand, perceive beforehand, learn beforehand, or understand beforehand, τι l.c.; τὰ στοιχεῖα Pl.Tht.203d: abs., E.Hipp.1072; π. ὅτι… X.Eq.Mag.8.12:—Medic., know before being told, declare unaided, τά τε παρεόντα καὶ τὰ προγεγονότα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι Hp. Prog.1; τοὺς καιρούς Id.Aër.2.
2 prognosticate, π. χειμῶνα αἱ μέλιτται Arist.HA627b10.
3 foreknow, λαόν Ep.Rom.11.2, al.
4 c. gen., π. τῶν θεῶν learn things in advance of…, Philostr.VA8.7.
II judge beforehand, ἐς τὸ μέλλον καλὸν π. Th.2.64; provide, τι X.Cyr.2.4.11:—Pass., παρὰ τῷ διαιτητῇ προεγνωσμένος ἀδικεῖν judged beforehand to have done wrong, D.29.58, cf. Inscr.Délos 502 A 12(iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 713] sp. Form -γινώσκω (s. γιγνώσκω), vorher wissen od. einsehen; προγνώμεναι, H. h. Cer. 258; Eur. Hipp. 1072; ἐς τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες, Thuc. 2, 64; τὰς βουλήσεις, Plat. Rep. IV, 426 c, öfter, u. Sp.; προεγνωσμένος ἀδικεῖν παρὰ τῷ διαιτητῇ, über den vorher erkannt worden, Dem. 29, 58.
French (Bailly abrégé)
f. προγνώσομαι, ao.2 προέγνων > inf. προγνῶναι;
1 savoir, connaître ou comprendre d'avance, acc.;
2 décider auparavant ; pourvoir à, acc. ; juger ; condamner d'avance.
Étymologie: πρό, γιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-γιγνώσκω, Ion. en later προγινώσκω, tevoren weten:; προγιγνώσκων τοὺς καιρούς de juiste momenten tevoren kennend Hp. Aër. 2; ἐς τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες tevoren bedacht op het goed dat jullie te wachten staat Thuc. 2.64.6; προγινώσκοντες φυλάσσεσθε nu u het van tevoren weet, moet u op uw hoede zijn NT EPe. 2.3.17; voorzien:; ταῦτ’ οὖν ἐγὼ οὕτω προγιγνώσκων nu ik dat zo voorzie Xen. Cyr. 2.4.11; van vroeger kennen:. προγινώσκοντές με ἄνωθεν mij al lange tijd kennend NT Act. Ap. 26.5; τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω Zijn volk, dat Hij tevoren heeft gekend NT Rom. 11.2.
Russian (Dvoretsky)
προγιγνώσκω: ион. προγῑνώσκω (fut. προγνώσομαι, aor. προέγνων, inf. aor. προγνῶναι - эп. προγνώμεναι)
1 знать заранее, предвидеть, предугадывать (αἶσαν HH; τὰς βουλήσεις τινός Plat.);
2 знать прежде или давно (τινά NT);
3 предчувствовать, т. е. предвещать, предсказывать: π. ὕδωρ Arst. предвещать дождь;
4 заранее обдумывать: ἔς τε τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες, ἔς τε τὸ αὐτίκα μὴ αἰσχρόν Thuc. заранее взвесив, что доставит славу в будущем и что не покроет позором теперь;
5 предрешать: προεγνωσμένος ἀδικεῖν Dem. заранее признанный виновным в преступлении.
Spanish
conocer de antemano, con anterioridad
Greek Monolingual
ΝΑ, και ιων. και μτνν. τ. προγινώσκω Α
1. γνωρίζω ή καταλαβαίνω κάτι εκ τών προτέρων («τά τε παρεόντα καὶ τὰ προγεγονότα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι προγιγνώσκειν», Ιπποκρ.)
2. προαισθάνομαι κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προμαντεύω
αρχ.
1. γνωρίζω από παλιά κάποιον καλά («οὐκ ἀπώσατο ὁ θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὅν προέγνω», ΚΔ)
2. γνωρίζω κάτι πριν από κάποιον
3. κρίνω εκ τών προτέρων
4. προνοώ («ταῡτ' οὖν ἐγὼ οὕτω προγιγνώσκων χρημάτων δοκῶ προσδεῖσθαι», Ξεν.).
Greek Monotonic
προγιγνώσκω: Ιων. και μεταγεν. -γινώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ -έγνων, Επικ. απαρ. -γνώμεναι,
I. 1. γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ ή καταλαβαίνω εκ των προτέρων, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., σε Ευρ.
2. γνωρίζω από πριν, σε Καινή Διαθήκη
II. κρίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ.· αποδεικνύω, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγεν. -γινώσκω· μέλλ. γνώσομαι· Ἐπικ. ἀόρ. ἀπαρ. προγνώμεναι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 258. Ὡς καὶ νῦν, γνωρίζω, καταλαμβάνω ἐκ τῶν προτέρων, τι Ὕμν. Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, Πλάτ., κλπ.· ἀπολ., Εὐρ. Ἱππ. 1072˙ πρ. ὅτι… Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 12. 2) προγνωρίζω, προαισθάνομαι, πρ. χειμῶνα αἱ μέλιτται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 57. 3) γνωρίζω ἀπὸ πολλοῦ τινα καλῶς, ὃν προέγνω, τοῦ ὁποίου τὸν χαρακτῆρα ἐγνώρισε καλῶς ἀπὸ πολλοῦ, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 2, κτλ. ΙΙ. κρίνω ἐκ τῶν προτέρων, πρ. ἐς τὸ μέλλον καλὸν Θουκ. 2. 64˙ προνοῶ, τι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 11˙ ― Παθ., προεγνωσμένος ἀδικεῖν, κριθεὶς ἐκ τῶν προτέρων ὅτι κακῶς ἔπραξε, Δημ. 861. 23.
Middle Liddell
ionic and later -γινώσκω fut. -γνώσομαι aor2 -έγνων epic inf. -γνώμεναι
I. to know, perceive, learn, or understand beforehand, Hhymn., Plat., etc.; absol., Eur.
2. to foreknow, NTest.
II. to judge beforehand, Thuc.; to provide, Xen.
Léxico de magia
conocer de antemano, con anterioridad ποίησόν με προγνῶναι τὰ κατὰ ψυχὴν ἑκάστου hazme conocer con anterioridad lo que hay en el alma de cada uno P III 265 P III 328 P III 330 ποίησόν με προγνῶναι τὰ μέλλοντα καὶ τὰ προμέλλοντα καὶ πεπραγμένα hazme conocer con anterioridad el futuro lejano y cercano y lo que ya está hecho P III 428 λέγε λόγον αὔτοπτον καὶ αἴτησαι παρὰ τοῦ δεσπότου προγνῶναι recita la fórmula de visión directa y pide al señor conocer de antemano P III 699