χλομός

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. χλωμός, -ή, -ό, Ν
1. (ιδίως για την όψη του προσώπου) ωχρός, κίτρινος, λόγω έντονης ψυχικής συγκίνησης ή παθολογικής κατάστασης («είναι πολύ χλομός τελευταία»)
2. (για φύλλα ή άνθη) κιτρινισμένος, μαραμένος
3. άτονος, θαμπός («αξεδιάλυτο και το φεγγάρι / μια χλωμή αντηλιά», Παλαμ.)
4. (ποιητ.) (για συναισθήματα και διαθέσεις) αυτός που εκδηλώνεται δειλά, αδύναμος («χαρές παιδιάτικες, χλωμές... σ' είχαν γλυκοφιλήσει...», Ζερβ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ο χλομός και παλ. γρφ. χλωμός
βοτ. κοινή ονομασία είδους του φυτού ελελίσφασκος.
επίρρ...
χλομά και παλ. γρφ. χλωμά Ν
με χλομό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φλόμος«είδος φυτού», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. φλομός (πρβλ. κάστανο: καστανός) με τροπή του -φ- σε -χ-, κατ' επίδραση τών λ. χλωρός, χρώμα, από όπου και η γρφ. της λ. με -ω-. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό του επιθ. χλωρός με μια από τις λ. ωμός με σημ. «ασθενής, αδρανής», χρώμα ή τρόμος, άποψη η οποία, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].