ἀνταποκρίνομαι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ῑ], Med.,
A answer again, LXX Jb.16.8, Ev.Luc.14.6; argue against, τινί Ep.Rom.9.20.
II correspond to, Nicom.Ar.1.8.10, ΙΙ.
Spanish (DGE)
1 en gener. responder abs. κατὰ πρόσωπόν μου ἀνταπεκρίθη LXX Ib.16.8, en v. pas. ἀνταπορούμενοι ... ὑπὸ σοῦ ... ἀνταποκρίνονται Epiph.Const.Haer.64.67 (p.509.26)
•c. dat. πάλιν ἀνταπεκρίνατο αὐτοῖς Iust.Phil.Apol.17.2, ἀνταποκρινομένου τοῦ Πνεύματος αὐτοῖς Meth.Symp.10.3 (p.125.20)
•c. πρός c. ac. καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦτα Eu.Luc.14.6, σοφαὶ ἀρχουσῶν αὐτῆς ἀνταπεκρίναντο πρὸς αὐτήν LXX Id.5.29
•c. ὅτι: ἡ δὲ Ἐκκλησία ἀνταπεκρίνατο ὅτι Leont.Byz.M.86.1233A, κἀκείνου πάλιν ἀνταποκρινομένου ὅτι Epiph.Const.Haer.30.21 (p.361.27), cf. A.Barth.2
•plantar cara c. dat. τῷ Θεῷ Ep.Rom.9.20.
2 c. refl. corresponderse c. dat. αὐτὴ ... ἑαυτῇ ἀνταποκρινεῖται Nicom.Ar.1.8.11, αἵτινες ἀνταποκρινοῦνται ἀλλήλαις Nicom.Ar.1.8.10.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen antworten, N.T.; sich entsprechen, ἀλλήλοις Nic. arithm. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
1 répondre, répliquer;
2 t. d'arithm. correspondre à ou avec;
NT: répondre par la contradiction ; contester.
Étymologie: ἀντί, ἀποκρίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταποκρίνομαι: (ρῑ) отвечать, возражать (τινι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποκρίνομαι: [ῑ], μέσ., ἀντιλέγω, καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα Εὐαγγ. Λουκ. ιδ΄, 6˙ σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ θεῷ; Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 20. ΙΙ. ἀντιστοιχῶ πρός, ἀλλήλαις Νικομ. Ἀρ. 77Α.
English (Strong)
from ἀντί and ἀποκρίνομαι; to contradict or dispute: answer again, reply against.
English (Thayer)
1st aorist passive ἀνταπεκριθην (see ἀποκρίνω, ii.); to contradict in reply, to answer by contradicting, reply against: τίνι πρός τί, Sept. Alex.); Aesop fab. 172edition de Furia (p. 353, Coray edition)). Hence, equivalent to to altercate, dispute: with the dative of person to correspond to each other or be parallel, in Nicomachus Gerasenus, arithm. 1,8, 11, p. 77a. (p. 17, Hoche edition).) Cf. Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 17.
Greek Monolingual
(Α ἀνταποκρίνομαι)
βρίσκομαι σε ανταπόκριση, σε συμφωνία με κάποιον ή κάτι·
νεοελλ.
φρ.
1. «ανταποκρίνομαι στα καθήκοντα μου» — εκτελώ τα καθήκοντά μου
2. «ανταποκρίνομαι στα συναισθήματα κάποιου» — τρέφω για κάποιον ανάλογα συναισθήματα με τα δικά του
αρχ.
1. απαντώ
2. αντιλέγω, διαφωνώ.
Greek Monotonic
ἀνταποκρίνομαι: [ῑ], Μέσ., απαντώ εκ νέου, σε Καινή Διαθήκη· αντιμάχομαι διαλεκτικά, τινι, στο ίδ.
Middle Liddell
Mid. to answer again, NTest.: to argue against, τινι NTest.
Chinese
原文音譯:¢ntapokr⋯nomai 安特-阿坡-克里挪買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:交換-從-審判 相當於: (יָכַח) (לְעַנּׄות / עוּן / עָנָה)
字義溯源:辯駁,無禮的回答,(意即)強嘴,答;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(ἀποκρίνομαι)=作出結論)組成;而 (ἀποκρίνομαι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(2);路(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 強嘴(1) 羅9:20;
2) 答(1) 路14:6