ἐπιψηφίζω
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
A put to the vote, in Senate or Assembly, ἐπιψηφίζω τὰς γνώμας Antipho 6.45, etc.; ταῦτα D.22.9: c.inf., put it to the vote that.., Th.2.24; of the President in the Amphict. Council, ἐπιψηφίζω τὰς γνώμας Aeschin.3.124.
2 abs., put the question, Th.6.14, etc.; οὐκ ἠθέλησεν ἐπιψηφίσαι, of Socrates, X.Mem.1.1.18; in the preface to decrees, τῶν προέδρων ἐπεψήφιζε ὁ δεῖνα IG22.44, al., cf. Decr. ap. And. 1.77; ἐπιψηφίζω ἐς τὴν ἐκκλησίαν (at Sparta) Th.1.87; ἐ. τῇ ἐκκλησίᾳ Luc. Tim.44.
3 ἐ. τινί = to put the question for or put the question at the instance of any one, Hdt.8.61.
4 ἐπιψηφίζω τοὺς παρόντας = to put the question to them, take their votes, Pl.Grg.474a, cf. 476a.
II Pass., to be put to the vote, Aeschin.2.67,3.126, Michel 163.40 (Delos); of an office, to be voted upon, Arist.Pol.1301b25.
III later in Med., of the Assembly itself, or generally of voters, vote, approve, τὰ ῥηθέντα D.S.19.61, cf. D.H.6.71,84, Plu.Cic.33 (also in Act.,D.H.7.38, Luc.Charid.12).
2 ἐ. χρόνον τινί = vote an extension of command, Plu.Flam.7; also στρατιὰν ἄλλην ἐ. πέμπειν v.l. in Th.7.16.
3 Med.in act. sense, IG 12(7).239 (Amorgos), 12(9).4 (Carystus), Just.Nov.15.6 Ep.
IV confirm, εὐσέβειαν IGRom.3.209.17 (Ancyra,ii A.D.).
V calculate, Vett.Val.352.22.
German (Pape)
[Seite 1006] worüber abstimmen lassen, nachdem beraten worden, neben εἰπεῖν, als Redner einen Gesetzvorschlag machen u. ihn zur Abstimmung bringen, Thuc. 2, 24. 8, 15; ἐς τὴν ἐκκλησίαν, in die Versammlung, d. i. die Versammlung abstimmen lassen, 1, 87, wie ἐκκλησίᾳ Luc. Tim. 44; ἐπιστάτης ἐν τῷ δήμῳ γενόμενος οὐκ ἠθέλησεν ἐπιψηφίσαι Xen. Hem. 1, 1, 18; Oratt.; τί, über Etwas, Dem. 24, 157; οὐδέν, Xen. An. 5, 1, 14; τὰς γνώμας Aesch. 2, 65; auch τινί, Sp., zur Abstimmung übergeben, Luc. Tim. 44; D. L. 7, 10; τοὺς παρόντας, um ihre Meinung fragen, Plat. Gorg. 474 b 476 a; ἀπόλι ἀνδρί, zu seinen Gunsten Stimmen sammeln, Her. 8, 61. – Med. durch seine Stimme bestätigen, beschließen, ἐπιψηφίζεσθαι ταῦτα Xen. An. 7, 3, 14, nach richtiger Emend.; Aesch. 2, 68; ἐπιψηφιεῖται ἡ βουλὴ ταῦτα D. Hal. 6, 84; D. Sic. 19, 61; Sp. brauchen aber so auch das act., z. B. D. Hal. 7, 38, οὐδὲν πώποτε ὁ δῆμος ὅ, τι μὴ προβουλεύσειεν ἡ βουλή, οὔτ' ἐπέκρινεν οὔτ' ἐπεψήφισεν, u. öfter. – Pass., τὸ αὐτὸ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διεπράξατο ἐπιψηφισθῆναι καὶ γενέσθαι δήμου ψήφισμα, Aesch. 3, 126; Arist. pol. 5, 1 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιψηφίσω, att. ἐπιψηφιῶ;
1 mettre aux voix, faire voter : τι qch ; avec un inf., mettre aux voix la proposition que… ; τινα faire voter qqn ; τινι faire voter pour qqn;
2 apporter une proposition de loi;
Moy. ἐπιψηφίζομαι (f. ἐπιψηφιοῦμαι) décider par un vote, acc..
Étymologie: ἐπί, ψηφίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιψηφίζω:
1 ставить на голосование (τὰς γνώμας Aeschin.): ἐ. τινί Her. предложить голосовать в пользу кого-л.;
2 ставить вопрос на обсуждение (ἐ. καὶ γνώμας προτιθέναι Thuc.): ἐ. ἐς τὴν ἐκκλησίαν Thuc. или τῇ ἐκκλησίᾳ Luc. внести вопрос на рассмотрение народного собрания;
3 спрашивать мнение, запрашивать, т. е. заставлять голосовать (τοὺς παρόντας Plat.);
4 med. голосовать, решать голосованием: ἐψηφίσαντο ὁπλίτας καταλέξασθαι χιλίους Xen. (афиняне) постановили набрать тысячу гоплитов; pass. решаться голосованием (ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιψηφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, θέτω τι εἰς ψηφοφορίαν ὅπερ ἦτο ἔργον τοῦ προέδρου (ἐπιστάτου) τῆς ἐν Ἀθήναις Βουλῆς ἢ Ἐκκλησίας, ἐπ. τὰς γνώμας Ἀντιφῶν 146. 39, Αἰσχίν. 71. 7· ταῦτα Δημ. 596. 4· μετ᾿ ἀπαρ., ἢν δέ τις εἴπῃ ἢ ἐπιψηφίσῃ κινεῖν τὰ χρήματα ταῦτα εἰς ἄλλο τι, κτλ., Θουκ. 2. 24· - οὕτως ἐπὶ τοῦ Προέδρου τοῦ Ἀμφικτυονικοῦ συνεδρίου, ἐπ. τὰς γνώμας Αἰσχίν. 71. 41. 2) ἀπολ., θέτω τὸ ζήτημα εἰς ψηφοφορίαν Θουκ. 6. 14, κτλ.· οὐκ ἠθέλησεν ἐπιψηφίσαι, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 18· συχνὸν ἐν τοῖς προοιμίοις τῶν ψηφισμάτων, τῶν προέδρων ἐπεψήφιζε Εὐάγγελος Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 85c, πρβλ. 90, 96, 105 κ. ἀλλ., ψήφισμα παρ᾿ Ἀνδοκ. 10. 34· ― ἐπ. εἰς τὴν ἐκκλησίαν (ἐν Σπάρτῃ) Θουκ. 1. 87· ἐπ. τῇ ἐκκλησίᾳ Λουκ. Τίμ. 44. 3) ἐπ. τινί, θέτω τὸ ζήτημα εἰς ψηφοφορίαν ἀντὶ ἑτέρου ἢ κατὰ παρακίνησιν ἄλλου, Ἡρόδ. 8. 61. 4) ἐπ. τοὺς παρόντας, θέτω τὸ ζήτημα ἐνώπιον αὐτῶν, λαμβάνω τὰς ψήφους των, λαμβάνω τὴν γνώμην των περὶ αὐτοῦ, Πλάτ. Γοργ. 474Α: ― πρβλ. ἐπιψαφίδδω. ΙΙ. Παθ., τίθεμαι εἰς ψηφοφορίαν, Αἰσχίν. 36. 43., 71. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 40: ― ἐπὶ ἀρχῆς, ὅταν ἐπιψηφίζηται ἀρχή τις Ἀριστ. Πολιτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. μεταγεν. ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς ἢ καθόλου ἐπὶ τῶν ψηφοφορούντων, ψηφοφορῶ, Διόδ. 19. 61, Διον. Ἁλ. 6. 71, 84· ἀλλ᾿ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. 7. 38, Λουκ. Χαρίδημ. 12· ἐνῷ τὸ μέσ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2152b. 5, 2264 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
(AM ἐπιψηφίζω)
επικυρώνω με την ψήφο μου
αρχ.
1. θέτω σε ψηφοφορία
2. (για ρήτορα) προτείνω νόμο για ψήφιση στη βουλή
3. απόλ. (με δοτ.) συγκεντρώνω ψήφους για δικό μου όφελος
4. ζητώ τη γνώμη κάποιου («μὴ οὖν μηδὲ νῦν με κέλευε ἐπιψηφίζειν τοὺς παρόντας», Πλάτ.)
5. επιδοκιμάζω, υποστηρίζω
6. μετρώ, αριθμώ.
Greek Monotonic
ἐπιψηφίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. 1. θέτω θέμα προς ψηφοφορία (το έργο του Προέδρου) στην Αθηναϊκή Βουλή ή Εκκλησία του Δήμου, ἐπ. τὰς γνώμας, σε Αισχίν., Δημ.· με απαρ., θέτω σε ψηφοφορία, σε Θουκ.
2. απόλ., θέτω ζήτημα σε ψηφοφορία, στον ίδ., Ξεν.·
3. ἐπιψηφίζω τινί, θέτω θέμα για λογαριασμό ή για την τύχη κάποιου, σε Ηρόδ.
4. ἐπιψηφίζω τοὺς παρόντας, θέτω το θέμα στους παρευρισκομένους, λαμβάνω, παίρνω την ψήφο τους, σε Πλάτ.
II. Παθ., τίθεμαι σε ψηφοφορία, σε Αισχίν.
III. Μέσ., λέγεται για τους ψηφοφόρους, ψηφίζω, εγκρίνω, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
I. to put a question to the vote (the office of the President) in the Athenian Senate or Assembly, ἐπ. τὰς γνώμας Aeschin., Dem.; c. inf. to put it to the vote that . ., Thuc.
2. absol. to put the question, Thuc., Xen.
3. ἐπ. τινί to put the question for or at the instance of any one, Hdt.
4. ἐπ. τοὺς παρόντας to put the question to them, take their votes, Plat.
II. Pass. to be put to the vote, Aeschin.
III. Mid., of the voters, to vote, Luc.
Lexicon Thucydideum
in suffragia mittere, to put to vote, 1.87.1, 2.24.1, 6.14.1, 8.15.1.