γέρνω

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

γέρνω)
1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά»)
2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ.
«τα κλαδιά έγερναν από το βάρος του καρπού»)
3. στρέφομαι («γέρνω, θωρώ τον Λίβιστρον»)
4. στρέφωγέρνω το βλέμμα»)
5. εγείρω εκ του τάφου, ανασταίνω («τους νεκρούς να γέρνουσι και να τους ανασταίνου»)
6. μετατρέπω («γέρνει τον πλούσιο εις πένητα»)
7. αναπαράγω, ανασταίνωσπέρμα ἀνδρειᾱς νὰ γείρη» — να γεννήσει γενναία παιδιά)
νεοελλ.
Ι. 1. ξαπλώνω, πλαγιάζω («έγειρα να ξαποστάσω»)
2. (για τον ήλιο, τη σελήνη, τα άστρα) κλίνω προς τη δύση, δύω
3. (για τις εποχές) βρίσκομαι προς το τέλος («έγερνε ο χειμώνας»)
4. γκρεμίζω («η μοίρα άλλους πετά ψηλά κι άλλους στα βάθη γέρνει»)
5. μεταστρέφω («ήρχισε να δημηγορεί... κ' εις οίκτον να τους γέρνει»)
6. στρέφω το ενδιαφέρον μου («προς αυτήν εγείραμε όλοι»)
7. σηκώνομαι («γείρε, φύγε»)
8. καταφεύγω για προστασία («δεν έχει πού να γείρει»)
9. (για πόρτες, παράθυρα κ.λπ.) μισοκλείνω
10. φρ. α) «δεν γέρνει το κεφάλι» — δεν υποτάσσεται
β) «δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι» — δεν μπορεί να βρει πουθενά συμπαράσταση
II. μέσ. (-ομαι)
1. εγείρομαι, σηκώνομαι («γείρου κι απάνου στάσου»)
2. αποκτώ συνείδηση («γείρου και γνώρισε, πτωχέ»)
3. ξαπλώνομαι («πού γέρνεται, πού μένει»)
III. (μτχ. παθ. παρακμ.) γερμένος, -η, -ο
1. αυτός που παρουσιάζει στροφή ή κλίση προς κάπου, στραμμένος προς κάπουγερμένος κατά τον νοτιά»)
2. μισοκλεισμένος («η πόρτα ήτανε γερμένη»)
3. ξαπλωμένος («γερμένος θα ξεκουραστείς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. γέρνω, μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. < μσν. (ε)γέρνω < έγειρα, αόρ. του εγείρω (πρβλ. έσπειρα - σπέρνω, έσυρα - σέρνω). Η σημασιολογική μεταβολή του εγείρω «αφυπνίζω, ανορθώνω, σηκώνω» στο γέρνω «κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω» μπορεί να γίνει κατανοητή αν ληφθεί υπ' όψιν π.χ. η ταυτόχρονη ανύψωση και κατιούσα κλίση των δύο πλαστιγγών της ζυγαριάς φορτωμένων με άνισα βάρη.
ΠΑΡ. νεοελλ. γέρμα, γερμός, γέρσιμο, γερτός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαφρογέρνω, αναγέρνω, απαλογέρνω, απογέρνω, μισογέρνω, πολυγέρνω, σιγογέρνω].