κοτύλη

Revision as of 14:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,

   A anything hollow (πᾶν τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Apollod. ap. Ath.11.479a, cf. Sch.Il.22.494).    1 small vessel, cup, Il.22.494, Od.15.312, 17.12, Ar.Fr. 350, cf. Ath.11.478d: prov., πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου ib.e, Zen.5.71.    b metaph., = κοτύλων, D.H.19.5.    2 cup or socket of a joint, esp. of the hip-joint, κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306sq., cf. Hp.Loc. Hom.6, Gal.18(2).519; also, socket of the arm, Hp.Art.7.    3 liquid measure, containing 6 κύαθοι or a 1/2 ξέστης, i.e. nearly a 1/2 pint, Hdt.6.57, Th.4.16, 7.87, Ar.Pl.436; κ. Ἀττική, Αἰγινητική, Hp.Epid. 7.3, Nat.Mul.33.    b dry measure, ἀλφίτων . . τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ar.Fr.465; ἀλφίτων κ. μίαν Alex.221.17; prob. also a smaller measure, perh. = τρύβλιον, ὀξύβαφον, Hp.Mul.1.6.    4 hollow of the hand, Apollod. l. c., Poll.9.122, Eust.550.5; cf. ἐγκοτύλη.    5 = κοτυληδών 1, Luc.DMar.4.3.    6 in pl., cymbals, χαλκόδετοι κ. A.Fr.57.6 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

κοτύλη: ῠ , ἡ, πᾶν κοῖλον (πᾶν κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 479Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 494, Εὐστ. 1282. 42). Ι. μικρὸν ἀγγεῖον, ποτήριον, Ἰλ. Χ. 494, Ὀδ. Ο. 312, Ρ. 12· ― μεταφορ., = κοτύλων, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2340 Reisk. 2) τὸ κοίλωμα ἀρθρώσεως ὀστῶν, ἰδίως τὸ τοῦ μηροῦ, Λατ. acetabulum, κατ’ ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Ἰλ. Ε. 306 κἑξ., πρβλ. Ἱππ. 410. 54, Γαλην.· ὡσαύτως, τὸ κοῖλον τῆς ἀρθρώσεως τοῦ βραχίονος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ― ἴδε κοτυληδὼν 3. 3) παρ’ Ἀττ., μέτρον ὑγρῶν περιλαμβάνον 6 κυάθους ἢ ½ ξέστου, σχεδὸν τὸ αὐτὸ καὶ ἡ ἡμίνα, Ἱππ. 575. 11, Ἀριστοφ. Πλ. 436, Θουκ. 4. 16., 7. 87· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει ὡς μέτρον ξηρῶν, ἀλφίτων... τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 79· ἀλφίτων κ. μίαν Ἄλεξ. ἐν «Ταρ.» 1. 17· ἴδε μέδιμνος. 4) τὸ κοῖλον τῆς χειρὸς, κοῖλον τοῦ ποδός, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Θ΄, 122, Εὐστ. 550. 5· ἐντεῦθεν κοτυληδὼν Ι, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 4, 3, πρβλ. ἐγκοτύλη. 5) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, χαλκόδετοι κοτύλαι, κύμβαλα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 petit vase, tasse, écuelle;
2 cotyle, mesure de ½ ξέστης (environ ¼ de litre) pour les liquides, qqf pour les matières sèches;
3 cavité où s’emboîte la tête d’un os;
4 articulation creuse des pieds du polype.
Étymologie: DELG étym. obscure.

English (Autenrieth)

little cup, hip-joint, Il. 5.306.

Greek Monolingual

η (ΑM κοτύλη)
1. κάθε κοίλο πράγμα
2. κοίλο μικρό αγγείο, μικρό ποτήρι, κύπελλο
3. κοιλότητα
4. αρθρική κοιλότητα οστού και ιδίως η ημισφαιροειδής κοιλότητα του λαγόνιου οστού που υποδέχεται την κεφαλή του μηριαίου οστού
5. καθένα από τα μυζητικά φυμάτια διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με τα οποία αυτά προσκολλώνται σε διάφορα αντικείμενα
νεοελλ.
1. κοίλο διάτρητο τεμάχιο σιδήρου στο οποίο στρέφεται το άκρο ενός άξονα ή μιας στρόφιγγας
2. βοτ. το πρώτο φύλλο ή τα πρώτα φύλλα του νεαρού φυταρίου που εμφανίζονται νωρίς κατά την ανάπτυξη του εμβρύου μέσα στο σπέρμα τών σπερματοφύτων, αλλ. κοτυληδόνα
αρχ.
1. είδος ποτηριού με δύο λαβές από τα χείλη προς τη βάση
2. μέτρο χωρητικότητας τών υγρών που περιλάμβανε έξι κυάθους ή ημίξεστο («δύο κοτύλας οίνου», Θουκ.)
3. μέτρο χωρητικότητας τών σιτηρών —192 κοτύλες ισοδυναμούσαν με έναν μέδιμνο σιτηρών— και γενικώς στερεών υλών («άλφίτων κοτύλην μίαν», Άλεξ.)
4. το κοίλο του χεριού, η χούφτα
5. κοτύλων
6. στον πληθ. αἱ κοτύλαι
τα κύμβαλα
7. παροιμ. «πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου» — ακόμη και την τελευταία στιγμή μπορεί να έλθει η καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κότταβος, κοττίς, οπότε ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kot- της ΙΕ ρίζας ket- «δωμάτιο, κοιλότητα» και εμφανίζει επίθημα -ύλη (πρβλ. κογχ-ύλη). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τσεχ. ρ. kotlati «γίνομαι κοίλος». Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.
ΠΑΡ. κοτυληδών, κοτυλιαίος
αρχ.
κοτυλίδιον, κοτυλίζω, κοτύλιον, κοτυλίς, κοτυλίσκη, κοτυλίσκιον, κοτυλίσκος, κοτυλώδης, κοτύλων
μσν.
κοτυλαίος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοτυλοειδής
αρχ.
κοτυλήρυτος. (Β’ συνθετικό) -κοτύλη και -κότυλος: δικότυλος, μονοκότυλος
αρχ.
αγκοτύλη, γονοκοτύλη, εγκοτύλη, εκκότυλος, ημικοτύλη, τρικότυλος, ωμοκοτύλη].

Greek Monotonic

κοτύλη: [ῠ], ἡ,
1. κύπελο, σε Όμηρ.
2. το κοίλωμα αρθρώσεων των οστών, ιδίως, λέγεται για τον μηρό, σε Ομήρ. Ιλ.
3. υγρό μέτρησης, που περιείχε έξι κυάθους, δηλ. περίπου το μισό των 586 γρ. (μιας πίντας), σε Αριστοφ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτύλη -ης, ἡ [~ κοττίς?] beker, kom; als inhoudsmaat, ruim een kwart liter:. τὸν ψυκτῆρα... πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα het koelvat dat meer dan acht bekers kon bevatten Plat. Smp. 214a. kom (van een gewricht, m. n. van de heup). zuignap (aan tentakels van een octopus).