ἀπώλεια

Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A destruction, Arist.EN1120a2, etc.: pl., Id.Mete.351b11.    II loss, Id.Pr.952b26; opp. τήρησις, Plb.6.59.5 Schweigh., cf. BGU1058.35, al. (i B. C.); τῶν χρόνων ἀ. Diog.Oen.1.    2 perdition, Ep.Rom.9.22, 2 Ep.Thess.2.3.    3 thing lost, LXXLe.6.3 (5.22).

German (Pape)

[Seite 342] ἡ, das Verlieren, der Verlust, Demad. 2; Ggstz τήρησις Pol. 6, 59, 5; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπώλεια: ἡ, τὸ ἀπόλλυσθαι, καταστροφή, ἄσωτος γὰρ ὁ δι’ αὑτὸν ἀπολλύμενος, δοκεῖ δὲ ἀπώλειά τις αὑτοῦ καὶ ἡ τῆς οὐσίας φθορὰ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 5, πρβλ. 17. 3, 2· πληθ., ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 14, 5. ΙΙ. ἀπώλεια, χάσιμον, ὁ αὐτ. Πρβλ. 29. 14, 10. 2) θρησκευτικῶς καὶ ἠθικῶς, ἡ ἀπώλεια, ἡ καταστροφὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 13, σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν Ἐπιστ. π. Ρωμ. Θ΄, 22, πρὸς Θεσσ. β΄, 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -λία Pl.Com.223, IEphesos 556; -λήα BGU 1106.33 (I a.C.)
1 c. gen., de pers. destrucción, muerte, fin τῶν φθαρτῶν Arist.Pr.916a26, τῶν σωμάτων Corp.Herm.8.4, 11.14, 12.16
de grupos humanos destrucción, ruina ὅλων τῶν ἐθνῶν Arist.Mete.351b11, cf. LXX De.32.35, Eun.VS 475, Ἀράβων Gp.1.10.4, τῶν παίδων Ach.Tat.3.15.6, τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν LXX Nu.20.3, ἀνδρῶν ὑπάτων Philostr.VA 7.18, cf. Hp.Ep.17 p.366, Gp.2.5.8, ἀνθρώπων Aristeas 167
c. dat. πολλοῖς Plb.5.75.2, Αἰτωλοῖς Plb.4.57.10, ἐπ' ἀπωλείᾳ ... καὶ ἀφανισμῷ τοῖς ἀγνοήσασι πολεμεῖν Plb.5.11.5, cf. Horap.1.70
catástrofe, desastre ἡ κατὰ τὸ Ἴλιον ἀ. Plb.12.4b.1, τὴν ἐσομένην ἀπώλειαν περὶ Θερμοπύλας Plu.2.221c, τέλος τῆς ἀπωλείας Plb.38.11.1, tb. de anim. y plantas ἰχθύος Plb.15.20.3, ἀνθῶν Longus 4.10.2
de pers. particulares perdición, ruina física y moral (no forzosamente equivalente a muerte) ἐμαυτὸν εἰς ἀπωλίαν οἰχήσομαι Pl.Com.l.c., ἀ. αὑτοῦ Arist.EN 1120a2, ἀπώλειαι διὰ φθόνον γίγνονται Aristo Phil.13.3.9, ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀ. καὶ ἀκαταστασία πολλή LXX To.4.13, cf. Ach.Tat.4.15.3, τῆς ἐμῆς ἀπωλείας αἴτιος Aesop.216.2, cf. Act.Ap.25.16 (var.), πλάνη καὶ ἀ. 2Ep.Clem.1.7
concr. muerte violenta ἑαυτοῦ Theopomp.Hist.350, τοῦ Αἴαντος Philostr.Her.40.12, cf. Plb.7.12.9, τοῦ παιδός I.AI 15.62, cf. D.C.57.22.4a
en lit. crist. y gnóstica en rel. c. la vida eterna perdición, condenación ἡ ὁδὸς ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀ. Eu.Matt.7.13, cf. Apoc.17.8, 1Ep.Ti.6.9, de las herejías, Didym.M.39.989C (cf. 3).
2 de propiedades pérdida gener. por robo, Arist.Pr.952b26, cf. LXX Ex.22.8, τοῦ ζεύγους Aesop.91.1, cf. 183.1, τοῦ σώματος X.Eph.3.9.1, 10.4, εὗρεν ἀπώλειαν LXX Le.5.22, cf. 23, Longus 1.5.1
de cosas y abstr. gener. pérdida, gasto, consumación χρόνων Diog.Oen.2.2.11, πλὴν συνφανοῦς (sic) ἀπωλείας salvo en caso de pérdida justificada (de unos enseres) BGU 1108.17, 1107.16, 1109.21 (I a.C.)
gasto, despilfarro μύρου Eu.Marc.14.4, (χρημάτων) anón. astr. en PTeb.276.34, op. τήρησις Plb.6.11a.10, cf. IMSipylos 1.4 (III a.C.).
3 n. griego de hebr. ’abaddôn, el lugar de los muertos LXX Ib.28.22, dif. de seol LXX Ib.26.6, τῆς γεένης καὶ τῆς ἀ. A.Thom.A 74
en plu. παραδίδωμί σε εἰς τὸ μέλαν χάος ἐν ταῖς ἀπωλείαις (dirigido a un demonio en un exorcismo) te entrego al negro caos en el lugar de la perdición, PMag.4.1248.

English (Strong)

from a presumed derivative of ἀπόλλυμι; ruin or loss (physical, spiritual or eternal): damnable(-nation), destruction, die, perdition, X perish, pernicious ways, waste.

English (Thayer)

ἀπωλείας, ἡ (from ἀπόλλυμι, which see);
1. actively, a destroying, utter destruction: as, of vessels, τοῦ μύρου, waste, Polybius 6,59, 5 consumption, opposed to τήρησις); the putting of a man to death, by metonymy, a destructive thing or opinion: in plural but the correct reading ἀσελγείαις was long ago adopted here.
2. passively, a perishing, ruin, destruction;
a. in general: τό ἀργύριον σου σύν σοι εἴη εἰς ἀπώλειαν, let thy money perish with thee, βυρθίζειν τινα εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν, with the included idea of misery, αἱρέσεις ἀπωλείας destructive opinions, ἐπάγειν ἑαυτοῖς ἀπώλειαν, ibid. cf. the destruction which consists in the loss of eternal life, eternal misery, perdition, the lot of those excluded from the kingdom of God: ἡ περιποίησις τῆς ψυχῆς, ἡ ζωή, σωτηρία, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, a man doomed to eternal misery (a Hebraism, see υἱός, 2): ἡμέρα κρίσεως καί ἀπωλείας τῶν ἀσεβῶν, Polybius as above (but see Aristotle, probl. 17,3, 2, vol. ii., p. 916{a}, 26; 29,14, 10 ibid. 952^b, 26; Nicom. eth. 4,1ibid. 1120{a}, 2, etc.); often in the Sept. and O. T. Apocrypha.)

Greek Monolingual

η (AM ἀπώλεια)
1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι
2. ο θάνατος, ο χαμός
3. ηθική καταστροφή, διαφθορά
νεοελλ.
1. ζημιά, βλάβη
2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγήαπώλεια στο αέριο»)
3. στον πληθ. οι απώλειες
το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων κατά τον πόλεμο ή τη μάχη
αρχ.
καταστροφή, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «απόλλυμι. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει (πρβλ. μονώνυξ τριώροφος, κ.τ.ό.)].

Greek Monotonic

ἀπώλεια: ἡ (ἀπόλλυμι), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀπώλεια: ἡ разрушение, уничтожение, гибель (ἀ. καὶ φθορά Arst.).

Middle Liddell

ἀπόλλυμι
destruction, NTest.