Odysseus
English > Greek (Woodhouse)
Ὀδυσσεύς, -έως, ὁ, or say, son of Laertes.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀδυσσεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, Λατ. Ulysses, βασιλεὺς τῆς Ἰθάκης οὗ αἱ τύχαι μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς Τροίας ἐκτίθενται ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· ὁ Ὅμηρ. ἔχει καὶ τὸν Ἐπικ. τύπον, Ὀδῠσεύς· Αἰολ. γεν. Ὀδῠσεῦς Ὀδ. Ω. 398· αἰτ. Ὀδυσσέα (ἡ λήγουσα βραχεῖα πρὸ φωνήεντος) Ρ. 301· Ὀδυσσέα (αἱ δύο τελευτ. συλλ. ἀποτελοῦσι μίαν διὰ συνιζήσεως) Σοφ. Αἴ. 104, Ὀδυσσῆ Πινδ. Ν. 8. 44, Ὀδυσσῆα Ι. 74, 83, κ. ἀλλ.· ― Οὑδυσσεύς, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ ὁ Ὀδ., Σοφ. Φ. 572· ― πληθ., Ὀδυσσέας Εὐρ. Ρῆσ. 866. ― Περὶ τῆς μυθικῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως παρ’ Ὁμ. ἴδε ἐν λ. ὀδύσσομαι. Ἐπίθ. Ὀδύσσειος, α, ον, ὁ εἰς τὸν Ὀδυσσέα ἀνήκων, Τζέτζ., κτλ.· Ἐπικ. Ὀδυσσήιος, Ὀδ. Σ. 353.
French (Bailly abrégé)
έως ou ῆος (ὁ) :
Ulysse, roi d’Ithaque.
Étymologie: DELG l’étym. véritable est inconnue ; les variations dans la forme du nom font penser à un emprunt à un substrat anatolien ou égéen.
English (Autenrieth)
gen. Ὀδυσσῆος, Ὀδυσῆος, Ὀδυσεῦς, Od. 24.398; dat. Ὀδυσῆι, Ὀδυσεῖ, acc. Ὀδυσσῆα, Ὀδυσσέα, Ὀδυσῆ, Od. 19.136: Odysseus (Ulysses, Ulixes), son of Laertes and Ctimene, resident in the island of Ithaca and king of the Cephallenians, who inhabited Ithaca, Same, Zacynthus, Aegilops, Crocyleia, and a strip of the opposite mainland. Odysseus is the hero of the Odyssey, but figures very prominently in the Iliad also. He inherited his craft from his maternal grandfather Autolycus, see Od. 19.394 ff. Homer indicates the origin of Odysseus' name in Od. 19.406 ff., and plays upon the name also in Od. 1.62.
English (Slater)
Ὀδυσσεύς, Ὀδῠσεύς
1 ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον (N. 7.21) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν sc. in preference to Aias (N. 8.26) Ὀδυσεὺς δὲ π[ fr. 260. 5. cf. Schr. fr. 260, (Παλαμήδη) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος. Aristid., 2. 339D.
Greek Monolingual
και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, -εῡς)
μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μεγάλη ποικιλία τών μορφών της λ. οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης. Οι αρχαιότεροι τ. της λ. είναι αυτοί με -λ- (πρβλ. λατ. Ulixes), ενώ ο τ. Ὀδυσσεύς μαρτυρείται στην αρχ. εποχή μόνο σε λογοτεχνικά κείμενα. Η εναλλαγή τών -λ- και -δ- (βλ. και λ. λαβύρινθος) μπορεί να εξηγηθεί εάν υποτεθεί ότι το -λ- στη Μυκηναϊκή έλαβε προφορά παρόμοια με αυτήν του -δ- / d /. Η λ. είχε παλαιότερα συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. ὀδύσσομαι «μισώ», άποψη που στηριζόταν σε χωρίο της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας χαρακτηριζόταν ως παιδί του μίσους. Κατ' άλλους, ο Οδυσσεύς, ως ανατολικός ήρωας, συνδέεται πιθ. με λυδικό Λίξης. Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η σύνδεση του με το όν. του Αυτολύκου, του παππού του Οδυσσέως από τη μητέρα του].
Greek Monotonic
Ὀδυσσεύς: -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, Λατ. Ulysses, Ulixes, ο Οδυσσέας, βασιλιάς της Ιθάκης, οι περιπέτειες του οποίου μετά την πτώση της Τροίας εξιστορούνται στην Οδύσσεια· Επικ. Ὀδῠσεύς, Αιολ. γεν. Ὀδῠσεῦς· αιτ. Ὀδυσσέᾱ (οι δυο τελευταίες συλλαβές αποτελούν μια στον Σοφ., μέσω συνίζησης), πρβλ. ὀδύσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
Ὀδυσσεύς: έως, эп. тж. Ὀδυσήϊος или Ὀδῠσεύς, ῆος ὁ (лат. Ulixes) Одиссей (сын Лаэрта и Антиклеи, царь кефалленов на Итаке и окрестных о-вах, муж Пенелопы, отец Телемаха, один из главных участников похода греков на Трою; его эпитеты у Hom.: πολύμητις «многоумный», πολυμήχανος «изобретательный», πολύτροπος «многоопытный», ποικιλομήτης «изворотливый», πολύφρων «весьма рассудительный», πολύτλας «многострадальный», τλήμων «терпеливый», πολίπορθος «разрушитель городов», πολύαινος «многославный», ἀντίθεος «богоравный» и др.).
Middle Liddell
Ὀδυσσεύς, έως,
Lat. Ulysses, Ulixes, king of Ithaca, whose adventures after the fall of Troy are told in the Odyssey: epic Ὀδῠσεύς, aeolic gen. Ὀδῠσεῦς: acc. Ὀδυσσέᾱ, but the two last syll. form one in Soph. Cf. ὀδύσσομαι.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: son of Laertes and Antikleia, king of the island Ithaka (Il.).
Other forms: ep. also Όδυσεύς (metr. shortening?; cf. on Ἀχιλλεύς). Several byforms with λ (cf. Schwyzer 209 a. 333, Heubeck Praegraeca 24ff.): Όλυσ(σ)εύς, Όλυτ(τ)εύς, Όλισεύς a.o. (vase-inscr.), Οὑλιξεύς (Hdn. Gr.), Lat. Ulixēs; the δ-form is only epic-liter. ascertained.
Derivatives: Όδυσήϊος (σ 353). Όδύσσεια f. the Odyssey (Hdt., Pl.) with Όδυσσειακός belonging to Od. (Hdn. Gr., sch.), τὰ Όδύσσεια Odyssean games (Magn. Mae. IIIa); Όλισ-σεῖδαι pl. m. name of a family (φράτρα) in Thebes and Argos (inscr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: By the ep. poets (e.g. τ 407 ff.) folketymologically connected with ὀδύσσομαι (Linde Glotta 13, 223, Risch Eumusia [Festschr. Howald 1947] 82 f., Stanford ClassPhil. 47, 209 ff.). Modern interpreters sought the origin of the name partly in the Greek West or on the continent , partly in Asia Minor. For western, Illyrian-Epirotic origin Helbig Herm. 11, 281 (doubts by Kretschmer Einl. 280ff. with Ed. Meyer), Krahe IF 49, 143, v. Windekens Herm. 86, 121 ff. (w. lit.); for continental origin Bosshardt 138 f. (also on the phonetics); for Asia Minor Hrozný Arch. Or. 1, 338, Gemser Arch. f. Orientforsch. 3, 183 (from Babyl. Hitt. Ul(l)uš?; on this Kretschmer Glotta 18, 215), Kretschmer Glotta 28, 253 a. 278 (Odysseus as Anatoliian Heros to Hatt. Λύξης, Lyd. Λίξος). Quite doubtful attempts, to connect the namen Όδυσσεύς with the name of his maternal gransfather Αὑτόλυκος, by Bolling AmJPh 27, 65 ff., Lang. 29, 293 f. and by v. Windekens l. c. Combinations to be rejected by Theander Eranos 15, 137 ff., Carnoy Muséon 44, 319ff., Focke Saeculum 2, 589f. - The name is of course typically Pre-Greek (Furnée index).