σάφα

Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[σᾰ], poet. Adv. of σαφής,

   A clearly, plainly, assuredly, in Hom. esp. with Verbs of knowing, most freq. σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς, etc., like εὖ οἶδα, εὖ εἰδώς, etc., to know assuredly, of a surety, followed by interrog., Il.2.192, 252, al.; by εἰ, 5.183; c. acc. and interrog. clause, Od.17.373; abs., 2.108; c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Il.12.228, cf. Od.1.202; c. inf., Il.15.632; freq. in Trag., σάφ' οἶδα, σάφ' ἴσθι, etc., A.Supp.740, Pers.337, etc.; Com., σάφ' ἴσθι ὅτι Ar. Pl.889; less freq. in Prose, Antipho 6.18, X.Cyr.4.5.21; also ἐπιστάμεναι σ. θυμῷ Od.4.730; σ. ἐπίστασθαι Hp.Art.64; σ. δαείς Pi.O. 7.91: also with Verbs of speaking, clearly or with certainty, σ. εἰπεῖν Od.2.31, Pi.O.8.46; σ. φράζειν Hp.Acut.3; μυθήσασθαι Theoc.25.198; σ. εἰπεῖν speak truly, opp. ψεύδεσθαι, Il.4.404.

German (Pape)

[Seite 865] poet. adv. zu σαφής, sichtlich, deutlich, verständlich, zuverlässig; oft bei Hom., der es bes. mit den Zeitwörtern »wissen« vrbdt, am häufigsten σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς u. s. w., wie εὖ εἰδέναι, bestimmt, genau wissen; auch c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων, Il. 12, 228; eben so σάφα ἐπί. στασθαι, Od. 4, 730; δαείς, Pind. Ol. 7, 91; u. oft Tragg., wie Aesch. Pers. 329 Ag. 1342; Soph. El. 662 u. oft; ὁρᾷς οὐδἐν ὧν δοκεῖς σάφ' εἰ. δέναι, Eur. Or. 259, u. öfter; οἱ σάφ' εἰδότες, Ar. Th. 596; selten in Prosa, σάφ' ἴσθι Xen. Cyr. 1, 6, 10, οἶδα 4, 5, 21; – sonst noch σάφα εἰπεῖν, bestimmt, deutlich ansagen, ἀγγελίην, Od. 2, 31, auch zuverlässig, wahrhaft sprechen, im Ggstz von ψεύδεσθαι, Il. 4, 404; εἴπαις, Pind. Ol. 8, 46.

Greek (Liddell-Scott)

σάφᾰ: [σᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ σαφής, φανερῶς, «ὁλοφάνερα», σαφῶς, βεβαίως, συχν. παρ’ Ὁμήρ., κλπ., μάλιστα μετὰ ῥημάτων γνωστικῶν, συχνότατα δὲ σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς, κτλ., ὡς τὸ εὖ οἶδα, εὖ εἰδώς, κτλ., γνωρίζω μετὰ βεβαιότητος, πολύ καλά, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, Ἰλ. Β. 192, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ Ε. 183· μετ’ αἰτ., Ὀδ. Ρ. 373· ἀπολ., Β. 108· μετὰ γενικ., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 228, πρβλ. Ὀδ. Α. 202· μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ο 632· συχν. ὡσαύτως παρὰ Τραγικ., σάφ’ οἶδα, σάφ’ ἴσθι κτλ.· σάφ’ ἴσθι ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829, Ἀντιφῶν 143. 32, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· - οὕτω, σάφα ἐπίστασθαι Ὀδ. Δ. 730· σάφα δαεὶς Πινδ. Ο. 7. 166· - συχν. ὡσαύτως μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, σάφα εἰπεῖν, λέγω σαφῶς, φανερά, «καθαρά», «παστρικά», Ὀδ. Β. 31, Πινδ. Ο. 8. 61· λέγω ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψεύδεσθαι, Ἰλ. Δ. 404· σ. φράζειν Ἱππ. 383. 51· μυθήσασθαι Θεόκρ. 25. 198. Πρβλ. σαφής.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 clairement, manifestement : σάφ’ οἶδα XÉN je sais très bien ; σάφα εἰπεῖν OD dire clairement;
2 franchement : σάφα εἰπεῖν IL dire la vérité.
Étymologie: σαφής.

English (Autenrieth)

(σαφής): clearly, plainly, for certain.

English (Slater)

ςᾰφᾰ
   1 clearly εὐθυπορεῖ, σάφα δαεὶς (O. 7.90) σάφα εἴπαις (O. 8.46) τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις (P. 2.57)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.)
1. σαφώς, φανερά, ολοφάνερα
2. (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ' οἶδα ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», Ξεν.)
3. φρ. «σάφα λέγω» — λέω την αλήθεια («ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῑν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίρρ. σάφα (πρβλ. κάρτα, τάχα) φαίνεται ότι είναι ο αρχαιότερος τ. του συστήματος από τον οποίο σχηματίστηκε αρχικά το επίρρ. σαφ-έως (πρβλ. τάχα: ταχέως), στη συνέχεια το ουδ. σαφές με επιρρμ. χρήση και το συγκρ. σαφέστερον, απ' όπου το επίθ. σαφής. Καμία από τις ετυμολογήσεις που έχουν προταθεί για τους τ. δεν είναι ικανοποιητική. Κατά μία άποψη, πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό επιτατικό τ. σα- και β' συνθετικό -φα / -φής (πρβλ. φάος, φαίνω). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. σάος (βλ. λ. σώος, τύλη), ενώ κατ' άλλους με τον ιων. τ. σάω «κοσκινίζω» (βλ. λ. σήθω) + -φα (πρβλ. μέσφα). Η οικογένεια τών τ. σάφα / σαφής εκφράζει την έννοια της πραγματικότητας με διαύγεια, διαφάνεια, ευκρίνεια, ενώ το επίθ. ἀληθής είχε τη σημ. «αυτός που δεν είναι δυνατόν να κρυφθεί», από όπου «πραγματικός», το επίθ. ἀτρεκής την έννοια της ακρίβειας και το επίθ. ἐτεός την έννοια της αυθεντικότητας].

Greek Monotonic

σάφᾰ: [σᾰ], ποιητ. επίρρ. του σαφής, ξεκάθαρα, απλά, επιβεβαιωμένα, σταράτα, ρητά, με ρήματα που σημαίνουν γνώση· σάφα οἶδα, σάφα οἰδώς, σε Όμηρ.· επίσης, σε Τραγ.· σάφ' οἶδα, σάφ' ἴσθι κ.λπ.· σάφ' ἴσθι, ὅτι..., σε Αριστοφ.· επίσης με λεκτικά ρήματα, σ. εἰπεῖν, σε Όμηρ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

σάφᾰ: (σᾰ) adv.
1) ясно, отчетливо, уверенно, доподлинно (εἰδέναι Hom., Xen., Eur., Arph.);
2) истинно, правдиво (εἰπεῖν Hom., Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάφᾰ [σαφής] adv., duidelijk, met zekerheid:. οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως... en wij weten nog absoluut niet hoe … Il. 2.252; μὴ ψεύδε ’ ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῖν vertel geen leugens terwijl je het precies weet Il. 4.404.

Frisk Etymological English

Grammatical information: Adv.
Meaning: surely, certainly, definitely, esp. with οῖ᾽δα, also w. other verbs of ḳnowing and saying (Il.).
Derivatives: Besides σαφής adj. sure, definite, apparent, clear, evident (Pi., A.; σαφές h. Merc.; s. bel.) with adv. σαφέως, σαφῶς id. (h. Cer.). Expressive enlargement σαφ-ηνής, Dor. -ανής, adv. -ηνέως (Pi., trag.; adv. also Hdt.), after ἀπ-, προσ-ηνής a. o. (to be rejected Prellwitz Glotta 19, 95ff.), with σαφήν-εια f. clarity, clearness (Att. since A., Alcmaion; opposite ἀσάφεια from ἀ-σαφής), -ίζω to make clear, to explain (IA.) with -ισμός, -ιστικός (late). -- Quite doubtful σαφήτωρ μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνευτής H., as if from *σαφέω (διασαφέω since E.); certainly only arisen from a v. l. Ι 404 (for ἀφήτωρ).
Origin: XX [etym. unknown]; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Of the above words the earliest attested adv. σάφα (on the formation Schwyzer 622) seems to be the oldest; from this σαφέως (as τάχα : ταχέως), the ntr. σαφές (σαφες δ' οὑκ οῖ᾽δα h.Merc. 208) with σαφέστερον, and to this at last σαφής (Leumann Hom. Wörter 112 n. 77). -- Unexplained. Often analysed as in σα-φής with the 2. member of φάος, φαίνω; before this σα- as strengthening element, and this either with Prellwitz BB 22, 81 ff. to σάος (*tuh₂-; s. σῶς and τύλη) or with Brugmann IF 39, 114ff. to τίς (*kʷih₂-); prop. exclamation; cf. Σίσυφος and σοφός. Against this after Grošelj Živa Ant. 1, 127 to Ion. σάω sieve (s. διαττάω and σήθω), so prop. *'sieved'; -φα as in μέσφα. Older proposals in Bq and W.-Hofmann s. faber, sapiō and tabula. -- Estensively on σάφα Luther "Wahrheit" u. "Lüge" 61 ff.; s. also Frisk GHÅ 41 (1935): 3, 20 (Kl. Schr. [Göteborg 1966] 18). -- Furnée suggests several connections, which are not evident (index s.v.); he concludes to Pre-Greek.

Middle Liddell

poet. adv. of σαφής
clearly, plainly, assuredly, of a surety, with Verbs of knowing, σάφα οἶδα, σάφα εἰδώς, Hom.; also in Trag., σάφ' οἶδα, σάφ' ἴσθι, etc.; σάφ' ἴσθι, ὅτι . . Ar.; also withVerbs of speaking, σάφα εἰπεῖν Hom., Pind.

Frisk Etymology German

σάφα: σαφής {sápha}
Grammar: Adv.
Meaning: bestimmt, sicher, zuverlässig, bes. mit οἰδα, auch m. anderen Verba des Wissens und des Sagens (vorw. ep. poet. seit Il.).
Derivative: Daneben σαφής Adj. bestimmt, zuverlässig, offenbar, deutlich, klar (seit Pi. u. A.; σαφες seit h. Merc.; s. u.) mit Adv. σαφέως, σαφῶς ib. (seit h. Cer.). Expressive Erweiterung σαφηνής, dor. -ανής, Adv. -ηνέως (Pi., Trag.; Adv. auch Hdt.), nach ἀπ-, προσηνής u. a. (abzulehnen Prellwitz Glotta 19, 95ff.), mit σαφήνεια f. Deutlichkeit, Klarheit (att. seit A., Alkmaion; Gegensatz ἀσάφεια von ἀσαφής), -ίζω klar machen, erklären (ion. att.) mit -ισμός, -ιστικός (sp.). — Ganz fraglich σαφήτωρ· μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνευτής H., wie von *σαφέω (διασαφέω seit E.); gewiß nur aus einer v. l. Ι 404 (für ἀφήτωρ) entstanden.
Etymology : Von den obigen Wörtern scheint das am frühesten belegte Adv. σάφα (zur Bildung Schwyzer 622) das älteste zu sein; davon der Reihe nach σαφέως (wie τάχα : ταχέως), das Ntr. σαφές (σαφὲς δ’ οὐκ οἰδα h.Merc. 208) mit σαφέστερον, wozu endlich σαφής (Leumann Hom. Wörter 112 A. 77). — Unerklärt. Oft in σαφής zerlegt mit dem angeblichen Hinterglied zu φάος, φαίνω; davor σα- als verstärkendes Element, u. zw. entweder mit Prellwitz BB 22, 81 ff. zu σάος (*tu̯ə-; s. σῶς und τύλη) oder mit Brugmann IF 39, 114ff. zu τίς (*qʷi̯ə-); eig. Ausruf; vgl. Σίσυφος und σοφός. Dagegen nach Grošelj Živa Ant. 1, 127 zu ion. σάω sieben (s. διαττάω und σήθω), somit eig. *’gesiebt’; -φα wie in μέσφα. Altere Vorschläge bei Bq und W.-Hofmann s. faber, sapiō und tabula. — Ausführlich über σάφα Luther "Wahrheit" u. "Lüge" 61 ff.; s. auch Frisk GHÅ 41 (1935): 3, 20 (Kl. Schr. [Göteborg 1966] 18).
Page 2,684