κατισχύω
English (LSJ)
fut. -ύσω Ev.Matt.16.18:—
A overpower, prevail over, τινα Men.Epit.74, Aristeas 21, LXX 2 Ch.8.3, al.; ὅταν ἡ τῆς πείρας ἀκρίβεια -ισχύῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα D.S.1.39: also c. gen., LXX Je.15.18, Alex.Aphr.in Top.248.19; [τῆς ἐκκλησίας] Ev.Matt.l.c.; τινὸς σοφίᾳ Ael.NA5.19; Ἄρης κ. τῆς Σελήνης Vett. Val.104.10; γενναίας φύσεως Chor.in Rev.Phil.1.57:—Pass., to be worsted, ὑπ' ἔρωτος D.S.1.71; τῇ μάχῃ Id.17.45. 2 abs., have the upper hand, prevail, LXX Ex.17.11, al.; κ. τῷ πλήθει to be superior in... Plb.11.13.3; κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν Ev.Luc.23.23. b to be prevalent, ὁρμαὶ καὶ ζῆλοι παρά τισι κ. Plb.3.4.6; κατισχυούσης τῆς θερμότητος Thphr. CP6.11.7; κατίσχυκεν ἡ φήμη παρὰ τοῖς πλείστοις Antig.Mir. 152. II come to one's full strength, δέμας in body, S.OC346, cf. Phld.Rh.1.189 S. III trans., strengthen, encourage, c. acc., LXX De.1.38, al.; τὰς χεῖράς τινων ib.1 Es.7.15; οὐδετέραν τῶν στάσεων D.H.6.65.
German (Pape)
[Seite 1402] zu Kräften kommen; κατίσχυσεν δέμας Soph. O. C. 347; Einem an Kraft überlegen sein, überwältigen, besiegen; absolut, neben ἐπικρατέω, Pol. 3, 4, 6; κατίσχοον καὶ τῷ πλήθει καὶ ταῖς εὐχειρίαις 11, 13, 3; κατίσχυον τὰ διαβούλια, sie drangen durch, 6, 51, 6; περί τινος 4, 31, 2; – τινὸς σοφίᾳ Ael. H. A. 5, 19; – τινά, Sp., wie D. Sic. 1, 39; στάσιν, verstärken, Dion. Hal. 6, 65; bes. LXX; – pass. besiegt werden, τῇ μάχῃ κατισχύεσθαι D. Sic. 17, 45; ὑπ' ἔρωτος 1, 71.
Greek (Liddell-Scott)
κατισχύω: μέλλ. -ύσω, διὰ τῆς ἰσχύος καταβάλλω τινά, νικῶ, τινὰ Διόδ. 1. 39, κτλ.· κ. τινὸς σοφίᾳ Αἰλ. π. Ζ. 5. 19· κ. τινός, ἰσχύω ἐναντίον τινός, ὑπερισχύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 18.- Παθ., ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διόδ. 1. 71, κτλ. 2) ἀπολ., νικῶ, ὑπερισχύω, Πολύβ. 3. 4, 6, κτλ.· κατ. πλήθει, εἶμαι ἀνώτερος κατὰ…, ὁ αὐτ. 41. 13, 3· κ. ἡ θερμότης, ὑπερισχύει, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ φήμη Ἀντιγ. Καρυστ. Ἀποσπ. 167. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς πλήρη ἰσχὺν ἢ σθένος, δέμας κατίσχυσεν, ἰσχυρόν, ἀκμαῖον ἐγένετο (ὡς τὸ ἁπλοῦν ἰσχύω), Σοφ. Ο. Κ. 346. ΙΙΙ. μεταβ., ἐνισχύω, ἰσχὺν παρέχω, ἐνδυναμώνω τινά, τὴν στάσιν Διον. Ἁλ. 6. 65. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λέξ. ἰσχύω).
French (Bailly abrégé)
1 prendre de la force;
2 prévaloir, l’emporter : τινός τινι sur qqn en qch.
Étymologie: κατά, ἰσχύω.
English (Strong)
from κατά and ἰσχύω; to overpower: prevail (against).
English (Thayer)
imperfect κατίσχυον; future κατισχύσω; 1st aorist subjunctive 2nd person plural κατισχύσητε (T Tr text WH); the Sept. mostly for חָזַק; among Greek writings especially by Polybius, Diodorus, Dionysius Halicarnassus; properly, to be strong to another's detriment, to prevail against; to be superior in strength; to overpower: followed by an infinitive, T Tr text WH (prevail (i. e. have full strength) to escape etc.); to overcome, τίνος (to prevail (i. e. succeed, accomplish one's desire): Luke 23:23.
Greek Monolingual
(AM κατισχύω)
καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.)
μσν.
1. κατορθώνω, καταφέρνω
2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι
αρχ.
1. φθάνω στην πλήρη ακμή της δύναμής μου («ἐξ ὅτου νέας τροφῆς ἔληξε καὶ κατίσχυσεν δέμας», Σοφ.)
2. ενισχύω, ενδυναμώνω, ενθαρρύνω («οὐδετέραν τῶν στάσεων κατισχύειν», Διον.Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχύω «είμαι δυνατός»].
Greek Monotonic
κατισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ],
I. έχω εξουσία πάνω σε, υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
II. έρχομαι σε πλήρη δύναμη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατισχύω:
1) укрепляться, крепнуть (κ. δέμας Soph.);
2) получать перевес, одолевать, побеждать (τῷ πλήθει Polyb.; τινά и τι Diod.; τινός NT); pass. быть побежденным (τῇ μάχῃ, ὑπ᾽ ἔρωτος Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ισχύω geweld aandoen, overwinnen, met acc.:; τὰ δὲ κατισχύσαντά με anderzijds door mij geweld aan te doen Men. Epitr. 291; met gen.:; πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς de poorten van de hel zullen haar (de kerk) niet overwinnen NT Mt. 16.18; abs. krachtig zijn, overwinnen:. κατίσχυσεν δέμας zij was lichamelijk krachtig geworden Soph. OC 346; κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν hun geschreeuw beslechtte de zaak NT Luc. 23.23.
Middle Liddell
fut. ύσω
I. to have power over, overpower, prevail against one, c. gen., NTest.
II. to come to one's full strength, Soph.
Chinese
原文音譯:katiscÚw 卡特-衣士虛哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(成為)向下-強而有力 相當於: (חָזַק)
字義溯源:壓服,勝過,得了勝,強壯,能夠,勝任;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἰσχύω)=有力)組成;其中 (ἰσχύω)出自(ἰσχύς)=力量),而 (ἰσχύς)又出自(ἶρις)X*=力)。比較: (ἰσχύω)=有力
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 得了勝(1) 路23:23;
2) 勝過(1) 太16:18