νυνί
English (LSJ)
Att. form of νῦν, strengthd. by -ῑ demonstr.,
A now, at this moment, mostly of the present, IG12.98.3, etc. : freq. in Com., Ar. Ach.325, Ra.290, Pherecr.41, Men.Her.27, etc. : less freq. with past tenses, ὧν ν. διέβαλλε D.18.14 ; ν. συνεληλύθαμεν Isoc.6.7 ; ν. ἐβουλήθη Is.1.20 ; ν. βοηθήσαντες συνκατετάττοντο IG22.237.11 (iv B. C.) : also with fut., ν. δὲ πειράσομαι Aeschin.2.25, cf. Isoc.18.35 : c. aor. imper., ν. μεταγνώτω Th.4.92 : rarely in the sense, as the case stands (cf. νῦν 1.4), D.21.129, Lycurg.Fr.31.—Never in Trag. (E.Supp.306 is corrupt) : Com. also have νυνμενί, for νυνὶ μέν, Ar. Av.448 ; νυνδί, for νυνὶ δέ, Id.Eq.1357, Antiph.190.16 ; cf. νυνγαρί, for νυνὶ γάρ, Eust.45.3.
Greek (Liddell-Scott)
νῡνί: Ἀττ. τύπος τοῦ νῦν, ἐπιτεταμ. διὰ τοῦ δεικτικοῦ -ῑ τώρα δά, κατὰ ταύτην τὴν στιγμήν, ἐν χρήσει σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐπὶ τοῦ παρόντος· σπανίως μετὰ τοῦ παρατ. ἢ μέλλ. (ἴδε νῦν Ι. 2), ὧν ν. διέβαλλε Δημ. 229. 23· ν. δὲ πειράσομαι Αἰσχίν. 31. 29· - τὸ νυνί, ὡς καὶ ἄλλοι τύποι εἰς -ί, οὐδέποτε ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., ἂν καὶ εἰσήχθη ὑπό τινος ἀντιγραφέως εἰς τὸ χωρίον ἐν Εὐρ. Ἱκ. 306, ἴδε Πόρσ. εἰς Μήδ. 157· οὕτω καὶ τὸ ἐν τῇ κοινολεκτουμένῃ Ἀττικῇ νυνγαρί, ἀντὶ νυνὶ γάρ, Εὐστ. 45. 3· νυνμενί, ἀντὶ τοῦ νυνὶ μέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 448· νυνδί, ἀντὶ τοῦ νυνὶ δέ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1357, Πλ. 1033, πρβλ. Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1. 16.
French (Bailly abrégé)
1d’ord. enclit. νυν, ou devant une consonne νυ;
adv.
donc :
1 pour marquer la suite d’un raisonnement : ἧκε δὲ βέλος, οἱ δέ νυ λαοὶ θνῇσκον IL il lança un trait, et les troupes mouraient;
2 avec un impér. : ἄγε νυν ATT allons donc;
3 pour renforcer une affirmation : ἦ ῥά νυν certes oui !.
2adv.
att. c. νῦν.
English (Strong)
a prolonged form of νῦν for emphasis; just now: now.
English (Thayer)
(νῦν with iota demonstrative (Krüger, § 25,6, 4 f; Kühner, § 180, e. (Jelf, § 160, e.); Alexander Buttmann (1873) Gram. § 80,2)), in Attic note, at this very moment (precisely now, neither before nor after; Latin nunc ipsum), and only of Time, almost always with the present, very rarely with the future (cf. Lob. ad Phryn., p. 19). Not found in the N. T. except in the writings of Paul and in a few places in Acts and the Epistle to the Hebrews; and it differs here in no respect from the simple νῦν; cf. Fritzsche, Romans , i., p. 182; (Winer's Grammar, 23);
1. of Time: with a present (L T Tr WH; ἄρτι ... τότε δέ ... νυνί δέ); ὄντα); with a perfect indicating continuance, τότε); τῷ καιρῷ ἐκείνῳ); WH marginal reading) (opposed to πότε); R G L marginal reading; cf. Winer s Grammar, § 63 I:2b.; Buttmann, 382 (328)) (opposed to ἀπό τῶν αἰώνων); with a future, Jeremiah 3); τῆς πρός ὑμᾶς νυνί ἀπολογίας, νῦν, 2), but since the case stands thus (as it is): 1Cor. ( R G T L marginal reading); R G (i. e. since ὁ γλώσσῃ λαλῶν without an interpretation cannot edify the church); but now (German so aber), L T Tr WH; after a conditional statement with εἰ (see νῦν, at the end), R G T WH marginal reading); L Tr marginal reading WH text νῦν), cf. , cf. Buttmann, § 151,26).
Greek Monolingual
νυνί και νυνδί (Α)
επίρρ.
1. (σχεδόν αποκλειστικά για το παρόν) αυτή τη στιγμή, τώρα δα
2. (σπάν.) όπως τώρα έχουν τα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῦν + δεικτικό επίθημα -ῑ (πρβλ. ουχί). Ο τ. νυνδί έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα ἐνθενδί οἐνθαδί].
Greek Monotonic
νῡνί: Αττ. τύπος του νῦν, επιτετ. με το δεικτικό -ῑ, τώρα δα, αυτήν τη στιγμή, σε Δημ., Αισχίν. ομοίως και στην καθομιλουμένη Αττ., νυνμενί αντί νυνὶ μέν, σε Αριστοφ.· νυνδί αντί νυνὶ δέ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
νῡνί: (ῑ) Hom., Eur. etc. intens. к νῦν.
Middle Liddell
attic form of νῦν, strengthd. by -ῑ demonstr.]
now, at this moment, Dem., Aeschin.
Chinese
原文音譯:nun⋯ 匿你
詞類次數:副詞(20)
原文字根:現在
字義溯源:即時,現今,現在,如今,如此,既是這樣;源自(νῦν)*=現在)。參讀 (νῦν)同源字
出現次數:總共(22);徒(2);羅(6);林前(4);林後(2);弗(1);西(2);門(2);來(3)
譯字彙編:
1) 如今(13) 羅3:21; 羅15:23; 林前5:11; 林前12:18; 林前13:13; 林前15:20; 林後8:11; 弗2:13; 西1:22; 門1:11; 來8:6; 來9:26; 來11:16;
2) 現在(7) 徒22:1; 徒24:13; 羅6:22; 羅15:25; 林後8:22; 西3:8; 門1:9;
3) 如此(1) 羅7:17;
4) 現今(1) 羅7:6