έσχατος

Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔσχατος, -η, -ον
Α και ἔσχατος, -ον)
1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίοςἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών»)
3. τελευταίος, τελευταίου βαθμού («εσχάτη πενία»)
4. (για χρόνο) ο τελευταίος κατά τον οποίο συντελείται κάτι, ο ύστατος («η έσχατη ημέρα της ζωής μου»)
5. φρ. α) «μέχρις εσχάτων» — μέχρι τέλους
β) «επ' εσχάτων» — προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία
γ) (λογ.) «έσχατοι όροι» — ο μείζων και ο ελάσσων όρος του συλλογισμού σε αντιδιαστολή προς τον μέσο
νεοελλ.
1. υπέρτατος, ανώτατος, βαρύτατος (α. «η εσχάτη τών ποινών» — η ανώτατη ποινή, η ποινή του θανάτου
β. «εσχάτη προδοσία» — η πιο βαριά, η μεγαλύτερη προδοσία)
2. φρ. α) «εσχάτη επίκληση» — επίκληση (σήμα) βοήθειας από πλοίο που κινδυνεύει, με μεσίστια έπαρση της σημαίας την ημέρα ή με πυραύλους και βολές πυροβόλου τη νύχτα
β) «στα έσχατα» — στα τελευταία, στα πιο επικίνδυνα, στα πιο απονενοημένα («με το παραμικρό φθάνει στα έσχατα»)
γ) «βρίσκομαι στα έσχατα» — βρίσκομαι στο τελευταίο όριο του βίου, στα τελευταία
μσν.
1. ταπεινός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐσχάτη
η τελευταία μέρα του μήνα («τῆ ἐσχάτη Ἰουλίου»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔσχατον
ο θάνατος
4. φρ. α) «ἀπὸ ριζῶν ἐσχάτων» — από τα θεμέλια
β) «ἐμπνέω τὰ ἔσχατα» — είμαι ετοιμοθάνατος
μσν.-αρχ.
τελευταῑος («ἤλαυνεν ἔσχατος», Σοφ.)
αρχ.
1. (για άψυχα ή καταστάσεις) ο ανώτερος ή κατώτερος στον βαθμό («ἐσχάτη πυρά» — η κορυφή της πυράς)
2. (για βαθμό) ανώτατος, ύψιστος
3. (για δεινοπαθήματα) ο χειρότεροςἔσχατος πόνος»)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἔσχατον
α) για τελευταία φορά
β) τελικά
5. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) τo ἔσχατον ή τὰ ἔσχατα
α) το πιο απομακρυσμένο μέρος ενός τόπου («τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾱς», Ξεν.)
β) ο ανώτατος βαθμός
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔσχατα
(στην Αριστοτελική λογ.) α) τα τελευταία τών κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη
β) τα άτομα
7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔσχατοι
α) οι νεοφώτιστοι μεγάλης ηλικίας
β) οι εθνικοί
γ) οι άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους αγγέλους
8. φρ. α) «ἔσχατοι ἀνδρῶν» — οι Αιθίοπες
β) «τάξιν ἐσχάτην» — το πιο απομακρυσμένο μέρος του στρατού
γ) «ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα» — από το ένα άκρο στο άλλο
δ) παροιμ. «οὐδεὶς οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος» — λέγεται για ευτελείς ανθρώπους ή κακοποιούς
ε) «ἐς τὸ ἔσχατον» — μέχρι τέλους, τελευταία
στ) «ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας» — υπεράνω της τελευταίας ρίζας του γένους
ζ) (λογ.) «ὁ ἔσχατος ὅρος» — ο τελευταίος όρος.
επίρρ...
εσχάτως (ΑΜ ἐσχάτως)
προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία
μσν.-αρχ.
1. ώς το ανώτατο σημείο, υπερβολικά
2. σε μεγάλη, σε έσχατη ανάγκη («ἐσχάτως διακεῖσθαι» — φθάνω σε απόγνωση, Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο επίθ. της προθέσεως ἐξ με προσθήκη καταλήξεως -κατος η οποία περιλαμβάνει ένα υπερωικό στοιχείο (πρβλ. επίθημα -κα στο αρχ. ελλ. προ-κα «ευθύς» και το λατ. reci-pro-cus «παλίνδρομος, αντίστροφος») κι ένα οδοντικό (πρβλ. τις καταλήξεις τών μεσ(σ)-ατος, τρίτ-ατος). Ο σχηματισμός του επιθ. προήλθε αναλογικά προς το έγκατος (από την πρόθεση εν). Έχουμε έτσι αρχικό τ. έχσ-κατος (< IE eghs «ἐξ») > έσχ-κατος > έσχατος.
ΠΑΡ. εσχατιά, εσχάτως
αρχ.
εσχατεύω, εσχατίζω, εσχάτως, εσχατώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) εσχατόγηρος (-ως)
αρχ.
εσχατοκόλλιον, εσχατόμοιρος. (Β' συνθετικό) αρχ. δευτερέσχατος, πανέσχατος, παρέσχατος.