λέξις

Revision as of 12:53, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

εως, ἡ, (λέγω B)
A speech, opp. ᾠδή, Pl.Lg.816d; λέξις ἢ πρᾶξις speech or action, Id.R.396c; ὁ τρόπος λέξεως ib.400d; τὰ λέξει δηλούμενα orders given by word of mouth, Arr.Tact.27.2.
2 diction, style, ἡ ἐνθάδε λέξις the style used here (in courts of justice), Pl.Ap.17d; Μούσης λέξις = poetical diction, Id.Lg.795e, cf. Arist.Rh.1410b28, Po. 1450b13, etc.; περὶ Λέξεως, title of work by Ephorus, Theon Prog. 2.
II a single word or phrase, Arist.Rh.1406b1, Epicur.Nat.28p.4V., al. (pl.), D.T. 633.31, Plb.2.22.1, etc.; even a meaningless word, such as βλίτυρι, Diog.Stoic.3.213; ταῖς λέξις κέχρηται ταῖς αὐταῖς Plb.6.46.10; αὐταῖς λέξεσι or κατὰ λέξιν word for word, D.H.Pomp.2, Plu.2.869d, Ath.11.493d, D.L.2.113; later ἐπὶ λέξεως PLond.5.1713.14 (vi A.D.), Vit.Arist.p.438 Rose, etc.; collectively, κρατῶ καὶ λέξεως = the very words, Ath.7.275b, cf. Epicur.Nat.28p.15V., Gal.12.403.
2 κατὰ λέξιν = as the phrase goes, AP11.140 (Lucill.); παρὰ λέξιν incorrectly, Cic.Att.16.4.1.
3 Gramm., a word peculiar in form or signification: hence λέξεις is the older term for a glossary, Ῥοδιακαὶ λέξεις a glossary of Rhodian phrases, Ath.11.485e; cf. γλῶσσα 11.2.
4 text of an author, opp. exegesis, Asp.in EN122.27, Arr.Epict.3.21.7, Dam.Pr.165, 169.

German (Pape)

[Seite 28] ἡ, das Sprechen, der Ausdruck der Rede, Redeweise, Styl, vgl. Arist. poet. 6; Ggstz πρᾶξις; ἔστι τι εἶδος λέξεώς τε καὶ διηγήσεως, Plat. Rep. III, 396 b; ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως Apol. 17 d, öfter; λόγου Isocr. 5, 4, bes. vom Ausdruck der Prosa. – Auch von einem einzelnen Worte, Pol. 2, 22, 1; αὐταῖς λέξεσιν αἷς ἐκεῖνος κέχρηται, 8, 11, 5 u. öfter; Plat. u. A.; κατὰ λέξιν, wörtlich, S. Emp. adv. phys. 1, 92. Auch = eine Redensart, Ath. VII, 275 b. – Bei den Grammatikern bes. ein altes, seltneres, od. einem Schriftsteller eigenthümliches Wort, das der Erklärung durch ein bekanntes, γλώσσημα, bedarf; so λέξις κωμική, πλατωνικαί u. ä., auch collectivisch, von einer Sammlung solcher Wörter.

Greek (Liddell-Scott)

λέξις: -εως, ἡ, (λέγω) ὁμιλία, ἀντίθ. τῷ ᾠδή, Πλάτ. Νόμ. 816D· λ. ἢ πρᾶξις, τὸ λέγειν ἢ τὸ πράττειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· ὁ τρόπος τῆς λ. αὐτόθι 400D, κτλ. 2) τρόπος τοῦ λέγειν, ἡ ἐνθάδε λ., τὸ ἐνταῦθα ἐν χρήσει ὕφος (ἐν δικαστηρίοις δηλ.), ὁ αὐτ. εἰς Ἀπολ. 17D· Μούσης λ., ποιητικὸν ὕφος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8 ἑξ., Ποιητ. 6, 6, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἁπλῶς μία λέξιςφράσις, Πολύβ. 2. 22, 1, κτλ.· ταῖς λ. χρῆσθαι ταῖς αὐταῖς ὁ αὐτ. 6. 46, 10· αὐταῖς λέξεσι ἢ κατὰ λέξιν, λέξιν πρὸς λέξιν, Διον. Ἁλ., Πλούτ., κτλ.· περιληπτικῶς, κρατῶ καὶ τῆς λέξεως, αὐτῶν τῶν λέξεων, Ἀθήν. 275Β. 2) κατὰ λέξιν, χάριν ἐξηγήσεως, Ἀθήν. 493D, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 113· ὡσαύτως, ὡς ἡ φράσις φέρεται, Ἀνθ. Π. 11. 140· - παρὰ λέξιν, οὐχὶ ὀρθῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 4. 3) παρὰ Γραμμ., λέξις τις ἰδιόρρυθμος τὸν τύπον ἢ τὴν σημασίαν· ἐντεῦθεν λέξεις εἶναι τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ μετὰ ταῦτα «γλωσσάριον», Ροδιακαὶ λέξεις, γλωσσάριον Ροδιακῶν φράσεων, Ἀθήν. 485Ε· πρβλ. γλῶσσα ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de parler, parole;
2 manière de parler, élocution, style;
3 mot, expression : αὐταῖς λέξεσι PLUT, ἐπὶ λέξιν PLAT, κατὰ λέξιν PLUT mot à mot, textuellement, à la lettre, littéralement.
Étymologie: λέγω³.

Greek Monolingual

λέξις, ἡ (ΑM)
βλ. λέξη.

Greek Monotonic

λέξις: -εως, ἡ (λέγω
I. 1. λόγος, έκφραση, ομιλία, σε Πλάτ.
2. τρόπος ομιλίας, λεκτικό, ύφος, στον ίδ. κ.λπ. ΙI. κατὰ λέξιν, κυριολεκτικά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λέξις: εως ἡ λέγω III]
1) слово: αὐταῖς λέξεσι Plut., ἐπὶ λέξιν Plat. и κατὰ λέξιν Plut. (ср. 2) слово в слово, дословно, буквально;
2) слово (слова), речь (λ. ἡ πρᾶξις Plat.): κατὰ λέξιν τε καὶ ᾠδήν Plat. речью и пением;
3) выражение, оборот, тж. стиль Isocr., Plat.

Frisk Etymological English

See also: s. λέγω.

Middle Liddell

λέξις, εως λέγω
I. a speaking, saying, speech, Plat.
2. a way of speaking, diction, style, Plat., etc.
II. κατὰ λέξιν as the phrase goes, Anth.

Frisk Etymology German

λέξις: {léksis}
Grammar: f.
Meaning: Rede
See also: s. λέγω.
Page 2,104

English (Woodhouse)

diction, style, style of speaking, way of speaking