ὑπερημερία

Revision as of 08:39, 4 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’u" to "d'u")

English (LSJ)

ἡ, Boeot. ὑπερᾱμερία (v. infr.), οὑπερᾱμερία IG7.3172.58, al. (Orchom., iii B. C.), ὁπερᾱμερία ib.3054.10,13 (Lebad.): —A a being over the day, i. e. as law-term, default caused by non-observance of the latest term for payment, μελλούσης μοι ἤδη ἐξήκειν τῆς ὑ. the term of my borrowing (my stay of execution) being about to expire, D.47.49; ἀναβάλλεσθαι τὴν ὑ. defer it, ib.50:—hence, 2 forfeiture of recognizances, distress, εἰληφότες τῇ ὑπερημερίᾳ having seized it by virtue of this right, Id.33.6; κατὰ τὴν ὑ. Id.30.27; also, the amount so forfeited, ὑπερημερίαν πρᾶξαι Thphr.Char.10.10; and, a document declaring such forfeiture, τᾶν ὑπερᾱμεριάων (Boeot. gen. pl.) τᾶν ἰωσάων (i. e. οὐσῶν) κὰτ τᾶς πόλιος IG7.3172.115 (Orchom., iii B. C.); also, penalty for unpunctual delivery, ib.42(1).113.7 (Epid.), 103.74, al. (ibid., iv B. C.), καταστήσας τὸ σῶμα ἀφείσθω τῆς ὑ. PMich.Zen.70.9, cf. 14 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1195] ἡ, Übertägigkeit, Verabsäumung eines gerichtlich festgesetzten Tages, bes. eines Zahlungstermins, auch die darauf folgende Auspfändung; κατὰ τὴν ὑπερημερίαν λαβεῖν ἀνδράποδον, Dem. 30, 27; τῇ ὑπερημερίᾳ εἰληφότες ναῦν 33, 6, und öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. retard au delà du jour fixé pour le paiement d'une dette ou l'acquittement d'une obligation;
II. 1 action contre un débiteur en retard;
2 intérêts moratoires, dus par un débiteur en retard.
Étymologie: ὑπερήμερος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερημερία: ἡ юр. просрочка (платежа), неуплата в срок Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερημερία: ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν τὴν ἡμέραν, ὡς δικανικὸς ὅρος, ἡ ὑπέρβασις τῆς ἡμέρας τῆς ὡρισμένης διὰ πληρωμήν, ὑπέρβασις τῆς προθεσμίας, ἡ ὑπ. ἐξήκει, ἡ προθεσμία ἔχει παρέλθῃ. Δημ. 1154. 8· ἀναβάλλεσθαι τὴν ὑπ. αὐτόθι 17· - ὅθεν, 2) κατάσχεσις καὶ πώλησις τῶν ὑπαρχόντων ἕνεκα τῆς παρόδου τῆς πρὸς πληρωμὴν προθεσμίας, λαμβάνειν τι ὑπερημερίᾳ, παραλαμβάνειν τι τῷ δικαιώματι τῆς ὑπερημερίας, ὁ αὐτ. 894. 8· κατὰ τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. 871. 11· ὑπερημερίαν πρᾶξαι Θεοφρ. Χαρ. 10.

Greek Monolingual

η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α
1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης
2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια της παρέλευσης της προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του
νεοελλ.
1. (νομ.) υπαίτια καθυστέρηση καταβολής ή αποδοχής της παροχής
2. φρ. α) «υπερημερία οφειλέτη»
(νομ.) η παράνομη καθυστέρηση της παροχής από γεγονός για το οποίο ευθύνεται ο οφειλέτης
β) «υπεριμερία δανειστή»
(νομ.) η νομική κατάσταση που δημιουργεί ο δανειστής όταν αυθαίρετα αρνείται την προσήκουσα παροχή ή αρνείται να συμπράξει στην εκτέλεσή της όταν η σύμπραξη αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση εκπλήρωσης της οφειλής από τον οφειλέτη
αρχ.
1. πρόστιμο που επιβαλλόταν στην περίπτωση της μη εμπρόθεσμης παράδοσης ή διανομής αντικειμένων
2. καταπόνηση, εξάντληση
3. έγγραφο με το οποίο δηλωνόταν κατάσχεση
4. φρ. α) «λαμβάνω τι ὑπερημερίᾳ» — παραλαμβάνω κάτι με το δικαίωμα της κατάσχεσης (Δημοσθ.)
β) «ὑπερημερίαν πράττω» — ενεργώ κατάσχεση λόγω εκπρόθεσμης εκπλήρωσης υποχρέωσης (Θεόφρ.).

Greek Monotonic

ὑπερημερία: ἡ, υπέρβαση ημερομηνίας· ως δικανικός όρος, υπέρβαση προθεσμίας πληρωμής, σε Δημ.
2. στέρηση, δήμευση, κατάσχεση υπαρχόντων, κατάσχεση, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑπερημερία, ἡ,
1. a being over the day: as law-term, the latest day for payment, Dem.
2. forfeiture of recognisances, a distress, Dem. [from ὑπερήμερος

English (Woodhouse)

default in payment