διθύραμβος

Revision as of 17:36, 11 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4")

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, metapl. acc. sg.
A διθύραμβα Pi.Fr.86:—dithyramb, Archil.77, Epich.132, Hdt.1.23, Pi.O.13.19, Pherecr.145.11, Pl.Lg.700b, Arist.Pol.1342b7, Pr.918b18, etc.; μιξοβόας δ. A.Fr. 355: metaph. of bombastic language, τοσουτονὶ δ. ᾄσας Pl.Hp.Ma. 292c; οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Id.Phdr.238d.
II a name of Dionysus, E.Ba.526 (lyr.), Philod.Scarph.1:—hence Διθυραμβογενής, AP9.524. (Pi. is said to have written it λυθίραμβος (Fr.85) —as if from λῦθι ῥάμμα, the cry of Bacchus when sewn up in his father's thigh.)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [ac. sg. διθύραμβα Pi.Fr.86]
1 ditirambo
a) composición en honor de Dioniso ὡς Διωνύσοι' ἄνακτος καλὸν ἐξάρξαι ... οἶδα διθύραμβον Archil.219, Διωνύσου ... σὺν βοηλάτᾳ ... διθυράμβῳ Pi.O.13.19, μειξοβόας ... δ. ... σύγκωμος Διονύσῳ A.Fr.355, Διονύσου γένεσις οἶμαι, δ. λεγόμενος Pl.Lg.700b, διθύραμβον ᾄδειν εἰς τὸν Διόνυσον Zen.5.40, cf. Antigen.Lyr.1.2, Plu.2.389c, Fronto Ep.139.16, Procl.Chr.42, Pseudo Acro C.4.2.10, Sch.Pi.O.13.25a, 13.26b
rel. c. el vino y el banquete οὐκ ἔστι δ., ὅκχ' ὕδωρ πίῃς Epich.78, cf. Luc.Tim.46, Procl.Chr.51
como origen de la tragedia, Arist.Po.1449a11
como composición cantada por coros en los certámenes, Plu.2.835b
rel. c. las chanzas entre campesinos, Procl.Chr.51
en modo frigio, Arist.Pol.1342b7
como composición de estilo altisonante, Ar.Au.1388, τὰ διπλᾶ (ὀνόματα) ἁρμόττει τοῖς διθυράμβοις = las palabras compuestas convienen a los ditirambos Arist.Po.1459a9, cf. Pi.Fr.70b.2, Pl.Ap.22a, Grg.501e, Io 534c, Arist.Rh.1415a10, Demetr.Eloc.78
como género en el que destacaron (frec. c. alusión al ditirambo cíclico): Arión (Ἀρίονα) διθύραμβον πρῶτον ἀνθρώπων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν ποιήσαντα τε καὶ ὀνομάσαντα καὶ διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ Hdt.1.23, cf. Arist.Fr.677, Fauorin.Cor.1, Sch.Pi.O.13.26b, Laso de Hermíone, Clem.Al.Strom.1.16.78, Sch.Pi.O.13.26b, Sud.s.u. Λάσος, Píndaro, Str.9.2.12, D.H.Comp.22.11, Sch.Pi.O.6.152, Baquílides, Sch.Pi.P.1.100, Simónides, Str.15.3.2, Ión de Quíos, Sch.Ar.Pax 835-7a, Platón, D.L.3.5, Melanípides X.Mem.1.4.3, Plu.2.1141d, Cinesias, Pherecr.155.11, Telestes, Plu.Alex.8, Filóxeno, Macho 65, Plu.Alex.8, Heracón IG 11(2).120.51 (Delos III a.C.), Nicarco de Pérgamo LW 93 (Teos III/II a.C.), Nicágoras Test.Salaminia 95.5 (II a.C.), Ceceides, Sch.Ar.Nu.985a, Κρατῖνος ἀπὸ <δι>θυράμβου ἐν βουκόλοις ἀρξάμενος Hsch.s.u. †πυρπερέγχει, Στρατὼν δὲ ὁ Ταραντῖνος ἐθαυμάζετο τοὺς διθυράμβους μιμούμενος Ath.19f, en época posterior, mezclado con varios tipos de composiciones ποιηταὶ ... κεραννύντες ... θρήνους τε ὕμνοις καὶ παίωνας διθυράμβοις Pl.Lg.700d, sin antístrofas, Arist.Pr.918b18, op. al ditirambo antiguo por estar éste más sujeto a reglas ἐπεὶ παρά γε τοῖς ἀρχαίοις τεταγμένος ἦν καὶ ὁ δ. D.H.Comp.19.8, cf. anón. en PRain.1.22.1.1.5;
b) composición en honor de Apolo δ. ἐστι ποίημα πρὸς Διόνυσον ᾀδόμενον ἢ πρὸς Ἀπόλλωνα Sch.D.T.451.21;
c) como tít. de obras lit.: de una comedia de Anfis, Ath.175a, 563c, ὑμεναῖος δ. tít. de una composición de Telestes, Ath.637a;
d) en expresiones hechas διθυράμβων νοῦν ἔχεις ἐλάττονα = tienes menos ingenio que los ditirambos, e.e. eres poco inteligente Sch.Ar.Au.1392, cf. Sud.
fig. ditirambo, lenguaje altisonante τὰ νῦν ... οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr.238d, διθύραμβον τουτονὶ ᾄσας Pl.Hp.Ma.292c, cf. D.H.Dem.7.4.
2 como adj. ditirámbico, ganado en un certamen de ditirambos τὸν δειθύραμβον τρίποδα θῆκ' Ἀσκληπίῳ IG 22.3120.5 (II d.C.).
• Etimología: Forma parte de una serie de términos de origen oscuro, como ἴαμβος, θρίαμβος, para los que se ha propuesto, sin verosimilitud, un origen pelásgico.

German (Pape)

[Seite 624] acc. auch διθύραμβα, Pind. frg. 56; ὁ; 1) Beiname des Bacchus, Eur. Bacch. 526, nach den Alten von seiner zweimaligen Geburt, δὶς θύραζε βαίνειν, wobei freilich das ι auffallend ist; nach Andern mit θρίαμβος zusammenhängend. – 2) Lied zu Ehren des Bacchus, dann auch anderer Götter, die freieste Gattung der lyrischen Poesie mit kühnen Gedanken und Wortschwung, der oft in Schwulst ausartete, mit phrygischer Begleitung, Arist. Pol. 8, 7, von Arion erfunden, Her. 1, 23; Pind. Ol. 13, 15; Plat. Apol. 22 a u. Folgde. Häufig als Bezeichnung einer schwülfligen Rede, wie Plat. Hipp. mai. 292 c; vgl. D. Hal. de vi Dem. 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dithyrambe, chant en l'honneur de Bacchus ou d'autres divinités.
Étymologie: DELG emprunt possible.

Russian (Dvoretsky)

δῑθύραμβος: (ῠ) ὁ дифирамб
1) эпитет Вакха Eur.;
2) торжественная хоровая песнь в честь богов, преимущ. Вакха Pind., Her., Xen., Plat., Arst., Plut.;
3) высокопарная речь, славословие Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δῑθύραμβος: [ῠ], ὁ, ἑνικ. αἰτιατ. κατὰ μεταπλ. διθύραμβα Πίνδ. Ἀποσπ. 56·― πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 72, Ἐπίχ. 90 Ahr., Ἡρόδ. 1. 23, Πίνδ., κτλ.· μιξοβόας δ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 392· εἶδος ποιήσεως, ὅπερ ἐκαλλιέργησαν οἱ Δωριεῖς λυρικοὶ ποιηταί, καὶ μετὰ ταῦτα οἱ Ἀττικοί, ἔχον ὕφος ὑψηλόν, ἀλλὰ πολλάκις ὀγκηρόν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388. ― Τὸ κύριον θέμα τῶν ποιημάτων τούτων ἦτο ἡ γέννησις τοῦ Βάκχου, Πλάτ. Νόμ. 700Β, Σουΐδ.· ἀλλὰ βραδύτερον ηὐρήνθη ἔτι μᾶλλονκύκλος αὐτῶν. Ἦσαν πάντοτε κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, καὶ διὰ τοῦτο συνωδεύοντο ὑπὸ αὐλῶν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 17, Ἀριστοφ. Νεφ. 313, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 8. 7, 9. Κατὰ πρῶτον ἦσαν ταῦτα ἀντιστροφικά, ἀλλὰ συνήθως μονοστροφικά, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 25. Ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὀνομάζει τὸν Ἀρίονα (ἀκμάσαντα τῷ 624 π.Χ.) εὑρετὴν αὐτῶν. 2) μεταφ., πᾶν κομπῶδες εἶδος γλώσσης, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C, πρβλ. Φαίδρ. 238D. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Βάκχου, ὅστις λέγεται ὅτι οὕτως ὠνόμασε τὸ μέλος τῶν ποιημάτων τούτων ἐκ τῆς ἑαυτοῦ διπλῆς γεννήσεως, Εὐρ. Βάκχ. 526 (ἀλλὰ τὸ μακρὸν ῑ καθιστᾶ αὐτὸ λίαν ἀμφίβολον, Πόρσ. Ὀρ. 5)· ἐντεῦθεν Διθυραμβογενής [ῐ], Ἀνθ. Π. 9. 524, (Ὁ Πίνδ. λέγεται ὅτι ἔγραψε τὴν λέξιν λῡθίραμβος (Ἀπόσπ. 55), ― ὡσεὶ ἐκ τοῦ λῦθι ῥάμμα, ὅπερ ἦτο ἡ κραυγή, ἣν ὁ Βάκχος ἐξέπεμψεν ὅτε ἦτο ἐρραμμένος ἐν τῷ μηρῷ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ. Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι πράγματι ἄγνωστος, Müller Γραμμ. Ἑλλην. κατὰ τὴν μετάφρ. Κυπριανοῦ 1, 286.

English (Slater)

δῑθῠραμβος (-ῳ, -ων heterocl. acc. -αμβα.) dithyramb ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (viz. ἐκ τῆς Κορίνθου) (O. 13.19) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 2. Herodian. 2. 626. 35. L., ὥσπερ διθύραμβον διθύραμβα παρὰ Πινδάρῳ fr. 86. test., Σ (O. 13.25) c. ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τῶν διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71. Herodian. 2. 375. 12. L., Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ Ζεὺς τικτομένου αὐτοῦ (= τοῦ Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα fr. 85. Philodem., de musica 4 p. 89. 10K. καὶ Πίνδαρον οὕτω νομίζειν, ὅτ' ἔφη θύσων πο[ιεῖς]θαι διθύραμβον fr. 86a cf. Kallim. fr. 494Pf. & test.

Greek Monolingual

ο (Α διθύραμβος)
1. είδος της χορικής ποίησης με ενθουσιαστικό τόνο που καλλιέργησαν πρώτοι οι Δωριείς προς τιμήν του Διόνυσου ή και του Απόλλωνος
2. πομπώδες ύφος λόγου, υπερβολικός έπαινος
αρχ.
όνομα του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προελληνική δάνεια λ., η οποία τόσο στη μορφή όσο και στη σημασία παρουσιάζει ομοιότητα με τα θρίαμβος και ίαμβος. Υποστηρίχτηκε ότι το β' συνθετικό της λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. aňga- «μέλος» και ότι πρόκειται, αντιθέτως, για ΙE λ., η οποία εισήχθη στην Αιγαιακή].

Greek Monotonic

δῑθύραμβος: [ῠ], ὁ, διθύραμβος, είδος λυρικής ποίησης, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· το κύριο θέμα του ήταν η γέννηση του Βάκχου, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a song at the feast for Dionysos (Archil.), also said of the god (E. Ba. 526 [lyr.]).
Other forms: διθυραμφος on a vase SEG XVI (1959) no. 40.
Derivatives: διθυραμβώδης (Ph.), -ικός (Arist.), -ιος month name (Gonni), διθυραμβέω sing dithyrambs (hell.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like ἴαμβος and θρίαμβος, διθύραμβος is Pre-Greek; cf. Chantr. Form. 260, Schwyzer 61f. - Against von Brandenstein (IF 54, 34ff., to Skt. áṅga- member) Kretschmer Glotta 27, 219f.

Middle Liddell

δῑθῠ́ραμβος, ὁ, n [deriv. uncertain]
the dithyramb; a kind of lyric poetry, Hdt., Ar., etc.: its proper subject was the birth of Bacchus, Plat.

Frisk Etymology German

διθύραμβος: {dīthúrambos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines bei den Dionysosfesten gesungenen Liedes (seit Archil.), vereinzelt auch auf den Gott übertragen (E. Ba. 526 [lyr.]).
Derivative: Davon διθυραμβώδης (Ph u. a.), -ικός (Arist. u. a.), -ιος Monatsname (Gonni), διθυραμβέω Dithyramben singen (hell.).
Etymology: Schon die Bedeutung läßt darauf schließen, daß διθύραμβος ebenso wie die gleichgebildeten ἴαμβος, θρίαμβος ein vorgriechisches LW ist; vgl. Chantraine Formation 260, Schwyzer 61f. — Die alte Zusammenstellung des Hinterglieds mit aind. áṅga- Glied ist von Brandenstein IF 54, 34ff. wiederaufgenommen worden, indem er διθύραμβος usw. als ägäisierte indog. Wörter ansieht. Bedenken bei Kretschmer Glotta 27, 219f. Wie Brandenstein urteilt auch Puhvel Glotta 34, 37ff. Neue, sehr kühne und fragliche idg. Etymologie von Grošelj Živa Ant. 3, 209ff., wo auch ältere Lit. Frühere Deutungsversuche bei Bq (mit Add. et Corr.).
Page 1,391-392

Wikipedia EN

The dithyramb (Ancient Greek: διθύραμβος, dithyrambos) was an ancient Greek hymn sung and danced in honour of Dionysus, the god of wine and fertility; the term was also used as an epithet of the god: Plato, in The Laws, while discussing various kinds of music mentions "the birth of Dionysos, called, I think, the dithyramb." Plato also remarks in the Republic that dithyrambs are the clearest example of poetry in which the poet is the only speaker.

However, in The Apology Socrates went to the dithyrambs with some of their own most elaborate passages, asking their meaning but got a response of, "Will you believe me?" which "showed me in an instant that not by wisdom do poets write poetry, but by a sort of genius and inspiration; they are like diviners or soothsayers who also say many fine things, but do not understand the meaning of them."

Plutarch contrasted the dithyramb's wild and ecstatic character with the paean. According to Aristotle, the dithyramb was the origin of Athenian tragedy. A wildly enthusiastic speech or piece of writing is still occasionally described as dithyrambic.

Wikipedia EL

Ο Διθύραμβος ήταν αυτοσχέδιο χορικό, λατρευτικό και θρησκευτικό άσμα, προς την λατρεία του Διονύσου. Ψαλλόταν από ομάδα πενήντα ανδρών ή γυναικών, μεταμφιεσμένων ίσως σε τράγους με την συνοδεία αυλού, χορεύοντας γύρω από τον βωμό του. Επίσης ο πρώτος των χορευτών, ο εξάρχων απέδιδε και κάποια αφήγηση σχετικά με την ζωή του θεού. Το θέμα αρχικά ήταν η γένεση του Βάκχου, ενώ στην συνέχεια το πλαίσιο έγινε ευρύτερο. Πιστεύεται πως η λέξη προήλθε από: α) τον "Διθύραμβο" Διόνυσο, που γεννήθηκε δύο φορές, μια από την Σέμελη και μια από τον μηρό του Δία και β) δις-θύρα-βαίνω. Η εξέλιξή του οδήγησε στη γένεση της τραγωδίας, σύμφωνα με το θεωρητικό μοντέλο της δημιουργίας του δράματος του Αριστοτέλη. Με τα χρόνια εξελίχθηκε από λατρευτικό τραγούδι σε ξεχωριστό λυρικό και χορευτικό καλλιτεχνικό είδος.

Πατέρας αυτής της εξέλιξης θεωρείται ο Αρίων (Μύθημνα, Λέσβος) που ήταν ο πρώτος που συνέθεσε τον διθύραμβο, του έδωσε λυρική μορφή και αφηγηματικό περιεχόμενο και παρουσίασε τους χορευτές μεταμφιεσμένους σε Σατύρους (δηλαδή με χαρακτηριστικά τράγου) για αυτό και ονομάστηκε «ευρετής του τραγικού τρόπου» επιβεβαιωμένο από το λεξικό Σούδα. Αργότερα ο Θέσπης (Ικαρία) στην θέση του εξάρχοντα εισήγαγε και τον υποκριτή ηθοποιό ο οποίος έκανε διάλογο με τον χορό, συνέπεια αυτής της καινοτομίας ήταν η γέννηση της τραγωδίας στην Αττική. Σήμερα διασώζονται διθύραμβοι του Βακχυλίδη.

Translations

ar: ديثرامب; bar: dithyrambn; be_x_old: дыфірамб; be: дыфірамб; bg: дитирамб; ca: ditirambe; cs: dithyrambos; de: Dithyrambos; el: διθύραμβος; en: dithyramb; eo: ditirambo; es: ditirambo; fa: دیتیرامب; fi: dityrambi; fr: dithyrambe; gl: ditirambo; he: דיתיראמבוס; hr: ditiramb; hu: dithürambosz; hy: դիֆիրամբ; io: ditirambo; it: ditirambo; ja: ディテュランボス; ka: დითირამბი; kk: дифирамб; ky: дифирамб; la: dithyrambus; mk: дитирамб; nl: dithyrambe; no: dityrambe; oc: ditirambe; pl: dytyramb; pt: ditirambo; ru: дифирамб; sh: ditiramb; sk: dityramb; sl: ditiramb; sq: ditirambi; sr: дитирамб; sv: dityramb; uk: дифірамб; uz: difiramb