σχέδιος
English (LSJ)
α, ον (ος, ον in Aret.SD1.16, al.), (σχεδόν): I of place, near, σ. ξίφη weapons for close combat, A.Ch.163 (lyr.); σ. δόρυ Arist. Fr.498; ἐν σ. μάχῃ Epigr.Gr.333.3 (Pergamon). 2 (cf. σχέδην) gentle, slow, ἱππασία Poll.1.214. II of time, casual, temporary, αἰτίη, πρόφασις, πόνος, Aret.SD2.7, 2.13, 2.12, etc.; ἐπὶ σχεδίου as adverb, ib.1.6; on the spur of the moment, off-hand, ποτόν AP11.64 (Agath.); λόγος D.H.Comp.18, etc.; ὥσπερ ἐν σχεδίῳ πόλις ἀποδείκνυται in a moment, J.BJ3.5.2; σχέδιον, τό, extemporaneous speech, impromptu, Hermog.Meth.17 fin. 2 done or made offhand, ordinary, common (= εὐτελής, Hsch., Phot.), οἴνη Nic.Th.622. Adv. -ίως temporarily, Aret.SD1.2; sketchily, ἄρτος σ. ὠπτημένος Sch.Luc.Pisc.45; at random, Arat.1154.
German (Pape)
[Seite 1054] zweier, auch dreier Endgn, vom Orte,nahe, in der Nähe; βέλη, zum Nahkampfe tauglich, Aesch. Ch. 161; häufiger von der Zeit, plötzlich, unerwartet, kurze Zeit dauernd, Sp., ποτός Agath. 24 (XI, 64); dah. aus dem Stegreif, ohne lange Überlegung, flüchtig, nachlässig, Sp., vgl. Nic. Th. 622.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
proche ; qui sert à combattre de près.
Étymologie: σχεδόν ; v. σχεδία, σχεδίην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχέδιος -α -ον en -ος -ον [σχέδον] in de nabijheid:. σχέδια … ξίφη zwaarden voor de strijd van nabij Aeschl. Ch. 163.
Russian (Dvoretsky)
σχέδιος: и
1 ближний, предназначенный для ближнего боя (βέλη Aesch.);
2 оказавшийся под рукой, первый попавшийся, импровизированный (ποτόν Anth.).
Greek Monolingual
-ία, -ον, θηλ. και σχέδιος Α
1. (με τοπ. σημ.) ο πλησίον («σχέδια τ' αὐτόκωπα νωμῶν ξίφη» — ξίφη χρήσιμα στη μάχη εκ του συστάδην, Αισχύλ.)
2. προσεκτικός («σχεδία ιππασία», Πολυδ.)
3. (με χρον. σημ.) αυτός που διαρκεί λίγο, παροδικός («σχέδιος πόνος», Αρετ.)
4. αιφνίδιος, απροσδόκητος
5. αυτός που γίνεται στα πρόχειρα ή την τελευταία στιγμή, χωρίς προηγούμενη μελέτη ή χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα
6. ο συνηθισμένος ή ο ευτελής
7. το ουδ. ως ουσ. βλ. σχέδιο
8. φρ. (με επιρρμ. σημ.) «ἐν σχεδίῳ» και «ἐπὶ σχεδίου» — αμέσως.
επίρρ...
σχεδίως Α
1. αιφνίδια, απροσδόκητα
2. πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία, την τελευταία στιγμή
3. τυχαία
4. μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν (για τη σημ. της λ. βλ. λ. σχεδόν)].
Greek Monotonic
σχέδιος: -α, -ον (σχεδόν),
I. λέγεται για τόπο, κοντινός, διπλανός, αυτός που βρίσκεται επιτόπου, αυτός που χρησιμοποιείται ή είναι κατάλληλος για μάχη σώμα με σώμα, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για χρόνο, αιφνίδιος, ξαφνικός, αδόκητος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σχέδιος: -α, -ον, (σχεδόν). Ι. ἐπὶ τόπου, πλησίος, σχέδια βέλη, ὅπλα χρήσιμα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ συστάδην μάχην, Αἰσχύλ. Χο. 162· σχ. δόρυ Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 311· ἐν μάχῃ Συλλ. Ἐπιγρ. 3557. 3, πρβλ. σχεδίην, αὐτοσχέδιος. 2) ἐπιμελής, προσεκτικός, ἱππασία Πολυδ. Α΄, 214. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, αἰφνίδιος, ἀπροσδόκητος, αἰτίη, πρόφασις, πόνος Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7, κλπ.· ἐπὶ σχεδίου, ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 2. 6· ― ὁ ἐκ τοῦ προχείρου, πρόχειρος, Λατιν. extemporalis, ποτὸν Ἀνθ. Π. 11. 64· λόγος Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18, κλπ.· σχέδιον, τό, λόγος ἐκ τοῦ προχείρου, impromptu, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 422. 2) πεπραγμένος ἢ πεποιημένος ἐκ τοῦ προχείρου, πρόχειρος, συνήθης, (= εὐτελής, Φώτ., Ἡσύχ.), οἴνη Νικ. Θηρ. 622, πρβλ. Γρηγορ. Ναζ. Ποιήμ. 4. 124· τροφὴ Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 576. ― Ἐπίρρ. -ίως, αἰφνιδίως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 2· ἀμελῶς, ἄρτος σχ. ὠπτημένος Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἁλιέα 45· ματαίως, Ἄρατ. 1154.
Middle Liddell
σχέδιος, η, ον σχεδόν
I. of place, hand to hand, in or for close combat, Aesch.
II. of time, on the spur of the moment, off-hand, Anth.