φάω
English (LSJ)
[ᾰ], shine, φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς Od.14.502; Χηλαὶ λεπτὰ φάουσαι Arat.607:—Hsch. also cites a part. φῶντα = λάμποντα, and Ep.aor. 2 πέφη = ἐφάνη. (φαϝ-, cf. φάος, φαῦσις.)
German (Pape)
[Seite 1259] urspr. Stammwort von φαίνω, 1) intrans., leuchten, glänzen, scheinen, φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς, Od. 14, 502, bes. von der Sonne, dem Monde und den Sternen; Hom. hat auch noch fut. πεφήσομαι, = φανήσομαι, Τροίῃ πεφήσεται ὄλεθρος Il. 17, 155. – 2) trans., erscheinen lassen, erleuchten, erhellen, dah. deutlich, auch bekannt, berühmt machen. – Es ist auch das Stammwort von φημί, durch Worte deutlich od. bekannt machen.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. φάε au sens d'un ao. et f.ant. πεφήσομαι;
briller.
Étymologie: R. ΦαϜ, d'où Φα, briller ; v. φάος, φαύω.
Russian (Dvoretsky)
φάω: (только эп. 3 л. sing. impf. или aor. 2 φάε и 3 л. sing. pf. med. πεφήσεται) светить, сиять: φάε Ἠώς Hom. блеснула заря; Τροίῃ πεφήσεται αἰπὺς ὄλεθρος Hom. неминуемая гибель нависнет (досл. засверкает) над Троей.
Greek (Liddell-Scott)
φάω: φωτίζω, φέγγω, λάμπω, (ὡς τὸ φαίνω ΙΙ), φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠὼς Ὀδ. Ξ. 502· χηλαὶ λεπτὰ φάουσαι Ἄρατ. 607· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει μετοχ. φῶντα = λάμποντα, καὶ Ἐπικ. ἀόρ. βϳ πέφη = ἐφάνη· ― περὶ τῶν τύπων πεφήσομαι, πεφασμένος, ἴδε ἐν λ. φαίνω. Ὁ ἀρχαιότατος τύπος τῆς ῥίζης φαίνεται ὅτι εἶναι ΦΑF, ὅστις φαίνεται ἐν τῷ φάε (φάFε), φάος (φάFος), Αἰολικ. φαῦος, (ἴδε φαυοφόρος), φαύω, φαῦσις, φαυσίμβροτος, πιφαύσκω, φαεινός, φαέθων, φέγγος· ἀκολούθως ἐγένετο ΦΑ, ὡς ἐν τοῖς φάσις (Α), φάσμα· καὶ τέλος ΦΑΝ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φανῆναι (φαίνω) φανερός, φανός, φανή, παμφανόων, παμφαίνω. Οἱ τύποι οὗτοι δηλοῦσι φῶς ὁρώμενον ὑπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀλλὰ αἱ ῥίζαι ΦΑ, ΦΑΝ δηλοῦσι καὶ φῶς ἐξικνούμενον μέχρι τῆς διανοίας, ὡς ἐν τοῖς φάναι (φημί), φάσκω, φάσις (Β), φάτις, φήμη, φωνή. Ἡ διπλῆ αὕτη σημασία εἶναι καταφανὴς ἐν ταῖς Σανσκρ. λέξεσι bhâ, bhâ-mi (splendeo), bhâ-mas, bhâ-nus (lumen), bhâ-s (luceo), παραβαλλομέναις πρὸς τὰς λέξ. bhâ-sh, bha- n. (loqui), Λατ. fa-ri, fa-tum, fa-ma, fa-s, fa-bula. κλπ.· Σλαυ. ba-jati (fabulari), ba-snï (fabula). ― Ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι τροποποιήσεις τῆς ῥίζης προστιθεμένου δ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φαιδρός, φαίδιμος, ἢ λ ὡς ἐν τοῖς φαλός, φάλαρος, φαληριάω, φαλακρός, φάλιος, ἢ κ ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φαικάς, φαικός.)
English (Autenrieth)
(root φαϝ), ipf. φ<<><>>αε, φαῖνε, aor. ἔφηνα, mid. ipf. iter. φαινέσκετο, fut. πεφήσεται, inf. φανεῖσθαι, pass. aor. 2 (ἐ)φάνην, 3 pl. φάνεν, iter. φάνεσκεν, subj. φάνῃ, φανήῃ, inf. φανῆναι, -ήμεναι, aor. 1 (may be referred to φαείνω) φαάνθην, 3 pl. φάανθεν, perf. 3 sing. πέφανται, part. πεφασμένος: I. act., trans., bring to light, make to appear, show, τέρας, ὁδόν τινι, Β 32, Od. 12.334; met., show, reveal, exhibit, express, νοήματα, ἀοιδήν, ἀεικείᾶς Σ 2, Od. 20.309; intrans., shine, give light, Od. 7.102, Od. 19.25.—II. mid. and pass., come to light, be visible, appear, shine, Il. 8.561; w. part. (yet not purely supplementary), Od. 4.361, Od. 24.448; w. inf., Od. 11.336, Od. 14.355, Od. 15.25.
Greek Monolingual
Α
φέγγω, λάμπω, φωτίζω («φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά μόνο στο γ' εν. πρόσ. του αορ. φάε, σε τ. μτχ. σε -φων / -φάων καθώς και στον τ. φῶντα
λάμποντα του Ησύχ. (βλ. λ. φως)].
Greek Monotonic
φάω: Επικ. γʹ ενικ. προστ. φάε, δίνω φως, λάμπω (όπως φαίνω II), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=φωτίζω, λάμπω). Ἀρχική ρίζα φαϝ πού παίρνει διάφορες μορφές:
1 φαϝ → παράγωγα: φάος (φάϝος), φαύω, φαῦσις, πιφαύσκω, φαεινός, φαέθων, φέγγος,
2 φα → παράγωγα: φάσμα, φάσις,
3 φαν → παράγωγα: φαίνω, φανερός, φανός, φανή, παμφανόων, παμφαίνω,
4 φαιδ → φαιδρός, φαίδιμος καί
5 φαλ → φαλός, φάλαρος, φαλακρός, φάλιος, φαληρός.