θαυμάσιος
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, Ion. θωμάσιος, rarely ος, ον Luc.Im.19: (v. θαῦμα):—
A wonderful, marvellous, ὄσσα h.Merc.443; χάρις Hes.Th.584 (nisi neut. pl.); [ὁδὸς] θωμασιωτέρη Hdt.2.21; θωμάσια = wonders, marvels, ib.35: Sup. θαυμασώτατα Id.6.47; θαυμάσια ἐργάζεσθαι Pl.Smp.220a; ἧττον θαυμαστά, καίπερ ὄντα θαυμάσια less admired, though admirable, Plu.2.974d: c. inf., τέρας θ. προσιδέσθαι Pi.P.1.26; οὐ θαυμάσιόν [ἐστι] c. inf., Ar.Th.468; ἔστιν δὲ… τοῦτο… θ., ὅπως… Id.Pl.340; θαυμάσιος τοῦ κάλλους marvellous for beauty, X.An.2.3.9; πρὸς τὴν τόλμαν θαυμασώτατε Aeschin.3.152: with interrog., θαυμάσιον ὅσον exceedingly, Pl.Smp. 217a; θαυμάσι' ἡλίκα D.19.24; τὸ θαυμασώτατον what is most wonderful, D.S.1.63.
2 Adv. θαυμασίως = wonderfully, i.e. exceedingly, Ar.Nu. 1240: freq. with ὡς, θαυμάσιος ὡς ἄθλιος marvellously wretched, Pl.Grg.471a; θαυμασίως ἂν ὡς ηὐλαβούμην = I should be wonderfully cautious, D.29.1.
3 disposed to wonder, in Adv., ὧν οὐ θαυμασίως γ' ἔχουσι Hp.Morb.Sacr. 1.
II admirable, excellent, with slight irony, Pl.Phdr.242a, D. 19.113: freq. ὦ θαυμάσιε Pl.R.435c, al.; ὦ θαυμασώτατε ἄνθρωπε, in scorn, X.An.3.1.27.
III θαυμάσιον καὶ ἄλογον strange and absurd, Pl.Grg. 496a; θαυμάσια… ἐργαζομένους behaving in an extraordinary manner, Id.Ap.35a.
German (Pape)
[Seite 1189] α, ον, Sp. auch 2 Endgn, wie Luc. im. 19, bewunderungswürdig, wunderbar, nach Moeris attisch für das hell. θαυμαστός; Χάρις Hes. Th. 584; H. h. Merc. 443; τέρας θ. προσιδέσθαι Pind. P. 1, 26; Ar. Th. 468. Von Her. 2, 35 an in Prosa sehr gew.; θαυμασιώτατον ἂν εἴη Is. 1, 28; ἐμοὶ θαυμάσιόν τι γέγονεν Plat. Apol. 40 a; oft mit acc., αἱ βάλανοι θαυμάσιαι τὸ κάλλος Xen. An. 2, 3, 15; – θαυμάσιον ὅσον, mirum quantum, Plat. Symp. 217 a; θαυμάσι' ἡλίκα Dem. 19, 24; ὦ θαυμάσιε Plat. Rep. IV, 435 c Phaedr. 260 d u. sonst, mit ironischem Anstrich u. tadelnd: wunderbar, seltsam. – Adv. θαυμασίως, Ar. Nubb. 1240 Plat. Phaed. 60 b u. öfter.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 admirable, étonnant, merveilleux ; θαυμάσια HDT des choses merveilleuses ; θαυμάσιος τὸ κάλλος XÉN merveilleux de beauté ; θαυμάσιον ὅσον PLAT merveilleusement (lat. mirum quantum) ; Ὦ θαυμάσιε PLAT mon admirable ami ! ironiq. Ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε XÉN homme très admirable !;
2 en mauv. part θαυμάσιον καὶ ἄλογον PLAT étrange et absurde;
Cp. θαυμασιώτερος, Sp. θαυμασιώτατος.
Étymologie: θαῦμα.
Russian (Dvoretsky)
θαυμάσιος: ион. θωϋμάσιος и θωμάσιος 3, реже 2 (ᾰ)
1 удивительный, поразительный, замечательный (ὄσσα HH; χάρις Hes.; ἔργα Arst.; ὄντα Plut.; πράξεις NT): θ. τὸ κάλλος καὶ τὸ μέγεθος Xen. замечательный по красоте и по размерам; τὰ θαυμάσια NT чудеса;
2 странный, непонятный (θ. καὶ ἄλογος Plat.): θαυμάσια ἐργάζεσθαι Plat. странно поступать, странно вести себя; ὦ θαυμάσιε! ирон.-ласк. Plat., ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε! Xen. ах, ты мой милый (чудак)!
Greek (Liddell-Scott)
θαυμάσιος: -α, -ον, Ἰων. θωυμ- ἢ μᾶλλον θωμ-· (ἴδε θαῦμα)· σπαν. ος, ον, Λουκ. Εἰκ. 19· - ἄξιος θαυμασμοῦ, θαυμαστός, ὄσσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 443· χάρις Ἡσ. Θ. 584· θωυμασιωτέρη Ἡρόδ. 2.21· θωυμάσια, θαυμαστὰ πράγματα, θαύματα, αὐτόθι 35, πρβλ, 6. 47· θαυμάσια ἐργάζεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 35Α· ἧττον θαυμαστά, καίπερ ὄντα θαυμάσια, ἧττον θαυμαζόμενα, ἂν καὶ εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ, Πλούτ. 2. 974D· - μετ’ ἀπαρ., τέρας θ. προσιδέσθαι Πίνδ. Π. 1. 49· οὐ θαυμάσιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 468· ἐστὶν δὲ.. τοῦτο.. θαυμάσιον, ὅπως.. ὁ αὐτ. Πλ. 340· θαυμάσιος τὸ κάλλος, ἄξιος θαυμασμοῦ ἐπὶ καλλονῇ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9· πρὸς τὴν τόλμαν θαυμασιώτατος Αἰσχίν. 75. 17· - συχνάκις προστιθεμένου ἀναφορικοῦ, θαυμάσιον ὅσον, θαυμασίως λίαν, mirum quantum, Πλάτ. Συμπ. 217Α· θαυμάσια ἡλίκα Δημ. 348, 28· πρβλ. θαυμαστός· - τὸ θαυμασιώτατον, τὸ ἄξιον μεγίστου θαυμασμοῦ, τὸ τὰ μάλιστα ἀξιοθαύμαστον, Διόδ. 1. 63. 2) Ἐπίρρ. -ίως, θαυμαστῶς, δηλ. σφόδρα, καθ’ ὑπερβολήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1240· συχνάκις προστιθεμένου τοῦ ὡς, θ. ὡς ἄθλιος, θαυμασίως ἄθλιος, Πλάτ. Γοργ. 471Β· θ. ἂν ὡς εὐλαβοίμην, θὰ ἤμην θαυμασίως προσεκτικός, Δημ. 844. 5. ΙΙ. ἄξιος θαυμασμοῦ, ἔξοχος, μετ’ ἐλαφρᾶς εἰρωνείας, Πλάτ. Φαίδρ. 242Α, Δημ. 375. 24· συχνὸν ἐν προσφωνήσεσιν, ὦ θαυμάσιε, ὡς τὸ ὦ μακάριε, Πλάτ. Πολ. 435C κ. ἀλλ.· ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σκωπτικῶς, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 27· θ. καὶ ἄλογον, παράδοξον καὶ παράλογον, Πλάτ. Γοργ. 496Α.
English (Slater)
θαυμᾰσιος wonderful τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι (P. 1.26)
English (Strong)
from θαῦμα; wondrous, i.e. (neuter as noun) a miracle: wonderful thing.
English (Thayer)
θαυμάσια, θαυμάσιον, rarely of two terminations (θαῦμα) (from Hesiod, Homer (h. Merc. 443) down), wonderful, marvellous; neuter plural θαυμάσια (the Sept. often for נִפְלָאות, also for פֶּלֶא), wonderful deeds, wonders: Trench, § xci.; better, Schmidt, chapter 168,6.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM θαυμάσιος, -ία, -ον, Α και -ος, -ον, ιων. τ. θωμάσιος)
1. άξιος θαυμασμού, αξιοθαύμαστος (α. «θαυμάσιο νησί» β. «θαυμάσια χάρις», Ησίοδ.)
2. (και ειρων.) παράδοξος, έξοχος, πρωτοφανής («θαυμάσια λογική»)
μσν.-αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ θαυμάσια
ο θαυμασμός
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τά θαυμάσια
θαύματα, θαυμαστά έργα, πράγματα άξια απορίας ή θαυμασμού
αρχ.
1. ειρων. έξοχος («θεῖος γ' εἶ περὶ τοὺς λόγους... καί ἀτεχνῶς θαυμάσιος», Πλάτ.)
2. φρ. «θαυμάσιον και ἄλογον» — παράδοξο και παράλογο (Πλάτ.)
3. (υπερθ.) το θαυμασιώτατον
το πιο αξιοθαύμαστο απ' όλα
4. (με απρμφ.) φρ. «θαυμάσιον προσιδέσθαι» — θαυμαστό να το αντικρίσεις (Πίνδ.).
επίρρ...
θαυμασίως και θαυμάσια (AM θαυμασίως)
θαυμαστά, εξαιρετικά, υπέροχα, με θαυμασμό
νεοελλ.
επιδοκιμαστική επιφώνηση
αρχ.
(συχνά με το ὡς) φρ. «θαυμασίως ἄν ὡς εὐλαβοίμην» — θα ήμουν εξαιρετικά προσεκτικός (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύματος + -ιος].
Greek Monotonic
θαυμάσιος: -α, -ον, Ιων. θωϋμ- ή θωμ- (θαῦμα),
I. 1. αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εκπληκτικός, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· θαυμάσια, θαυμαστά πράγματα, θαύματα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· θαυμάσιόν (ἐστι), με απαρ., σε Αριστοφ.· θαυμάσιος τὸ κάλλος, θαυμαστός για την ομορφιά του, σε Ξεν.· θαυμάσιον ὅσον, εξαιρετικά και αξιοθαύμαστα πολύ, σε Πλάτ.· θαυμάσια ἡλίκα, σε Δημ.
2. Επίρρ. -ίως, θαυμάσια, έξοχα, δηλ. σφόδρα, υπερβολικά, σε Αριστοφ.· συχνά με την προσθήκη του ὡς, θαυμασίως ὡς ἄθλιος, υπέρμετρα αξιολύπητος, σε Πλάτ.·
II. αξιοθαύμαστος, εξαιρετικός, με ελαφριά ειρωνεία, στον ίδ., σε Δημ.· ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σκωπτικά, σε Ξεν.
Middle Liddell
θαυμάσιος, η, ον θαῦμα
I. wondrous, wonderful, marvellous, Hes., Hdt.; θαυμάσια wonders, marvels, Hdt., Plat.: θαυμάσιόν [ἐστι], c. inf., Ar.; θαυμάσιος τὸ κάλλος marvellous for beauty, Xen.; θαυμάσιον ὅσον wonderfully much, Plat.; θαυμάσια ἡλίκα Dem.
2. adv. -ίως, wonderfully, i. e. exceedingly, Ar.; often with ὡς added, θ. ὡς ἄθλιος marvellously wretched, Plat.
II. admirable, excellent, with slight irony, Plat., Dem.; ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, in scorn, Xen.
Chinese
原文音譯:qaum£sioj 滔馬西哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:希奇的
字義溯源:驚奇地,希奇的,奇異的,奇事,奇,令人驚訝的,值得注意的;源自(θαῦμα)=驚訝);而 (θαῦμα)出自(θεάομαι)*=察看)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 奇事(1) 太21:15