ἐγχειρίζω
English (LSJ)
Att. A fut. ἐγχειρῐῶ X.Oec.8.10: pf. ἐγκεχείρικα Plu.Phoc.34:—put into one's hands, entrust, τί τινι or τινά τινι, Hdt.5.92.γ', Th.2.67, etc.; τὰς ἀρχὰς ἐ. τινί Hdt.5.72, cf. Arist.Pol.1305a16, prob. in Thphr. Char.30.15; ἐ. τινί τὴν φυλακήν Arist.Pol.1306a22; ἐ. ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Antipho 2.4.1, etc.:—Pass., ἐγχειρίζομαι = to be entrusted, τινί to one, Plb.5.44.1; τὴν ἐγχειρισθεῖσαν ἑαυτῷ πίστιν IG22.1028.72; ἡ ἐγχειρισθεῖσά τινι χρεία PFlor.2.9 (iii A.D.); but ἐγχειρίζεσθαί τι to be entrusted with a thing, Luc. Prom.3, Am.39, Hdn.1.12.3, etc.: c. inf., διοικεῖν τὰ τῆς ἀρχῆς ἐγκεχειρίσμεθα = we have been entrusted with the administration of the government, Id.8.7.5:—Med., take in hand, encounter, κινδύνους Th. 5.108, D.C.Fr.29.6, v.l. in S.E.P.1.91.
II treat surgically, Hippiatr. 18.
Spanish (DGE)
I 1poner en manos de, confiar, entregar c. dat. de pers. τοὺς ἄνδρας ἐγχειρίσαι σφίσιν Th.2.67, τούτοις ἐγχειρίσας ἐμαυτόν Luc.Icar.5, cf. D.19.324, Arist.Pol.1306a22, Plb.2.51.6, 3.67.6, ἐ. σοι ... τὸν ἀδελφόν Gr.Naz.Ep.150.3, cf. Anon.Decl.Par.46
•fig. τῇ ἀτυχίᾳ ... ἐμαυτὸν ἐ. me pongo en manos del infortunio Antipho 2.4.1
•c. ac. de cosa o abstr. τὰ βυβλία τῷ Ἀρταφρένεϊ Hdt.6.4, cf. 5.92γ, τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς Hdt.5.72, cf. IG 9(2).1103.13 (Magnesia II a.C.), τηλικαύτην κρίσιν ἐγκεχειρικότος τῷ δήμῳ τοῦ βασιλέως Plu.Phoc.34, τούτῳ τὴν πόλιν Plb.1.11.4, en v. pas. τὰ ... ἱπποφόρβια ... Μήδοις ἐγκεχείρισται Plb.5.44.1, διὰ τῶν ἐνκεχιρισμένων αὐτῶι ἀρχήων ὑπὸ τῆς πατρίδος Sardis 8.54 (I a.C.), παραλαβὼν τὴν ἐ[γ] χειρισθεῖσαν ἑαυτ[ῷ πί] στιν ὑπὸ τοῦ δήμου aceptando la confianza depositada en él por el pueblo, IG 22.1028.72 (II/I a.C.), cf. Milet 1(3).154.21 (II a.C.), IG 12(9).235.4 (Eretria I a.C.), Luc.Prom.3, τῆς ἐγχειρισθείσης αὐτῷ χρείας PFlor.2.9 (III d.C.), cf. Vett.Val.344.2, CPR 17A.12.11, 13.11 (ambos IV d.C.).
2 c. inf. facilitar τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ ἐγχειριεῖ facilitará saber dónde está cada cosa al momento X.Oec.8.10.
3 medic. tratar quirúrgicamente, operar δεῖ τοὺς ἐπιγινομένους λίθους ἐν ταῖς γνάθοις ἐγχειρίζειν Hippiatr.18.4.
II en v. med. tomar sobre sí, asumir c. ac. de abstr. o inf. ἐγχειρίσασθαι αὐτούς (τοὺς κινδύνους) Th.5.108, ἀναγκαῖα πάντα ὅσα ἐνεχειρίσαντο D.C.29.6, ἄλλο τι ἄλλη τῶν ὑπηρετουσῶν ἐγκεχείρισται cada una se encarga de un cometido diferente Luc.Am.39, cf. Hdn.1.12.3, διοικεῖν καὶ διέπειν τὰ τῆς ἀρχῆς ... ἐγκεχειρίσμεθα Hdn.8.7.5, cf. PYoutie 67.36 (III d.C.), PBeatty Panop.1.376 (III d.C.), Didym.Gen.90.18, PWash.Univ.7.6 (V/VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 713] einhändigen, anvertrauen; τὰς ἀρχάς τινι Her. 5, 72; ἀργύριόν τινι Dem. 30, 20; τοῖς ἱερεῦσι τὰ θύματα Plat. Legg. X, 909 e; αὑτούς τινι, überliefern, Xen. An. 3, 2, 8; ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Antiph. II δ 1; pass., Μεσσήνης αὐτοῖς ἐγχειριζομένης Pol. 1, 10, 8, öfter; τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισθείς, da ihm die Teilung übertragen, Luc. Prom. 3; Hdn. 3, 4, 12 ἣν ἐγκεχείριστο φρουράν; 2, 5, 4 u. a. Sp. – Med., ἐγχειρίσασθαι κινδύνους Thuc. 5, 108, Gefahren über sich nehmen; c. inf., D. Cass.
French (Bailly abrégé)
f. att. ἐγχειριῶ, ao. ἐνεχείρισα, pf. ἐγκεχείρικα;
mettre en main, remettre, livrer : τί τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à qqn ; τινι αὑτὸν ἐγχ. XÉN se remettre entre les mains de qqn, se livrer à qqn;
Moy. ἐγχειρίζομαι = prendre sur soi ; s'exposer à (un danger), acc..
Étymologie: ἐν, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχειρίζω:
1 вручать, передавать, отдавать, вверять, поручать (τί и τινά τινι Her., Dem., Arst., Polyb., Plut.);
2 выдавать (τινά τινι Plut.): ἑαυτὸν ἐγχειρίσαι τινί Xen., Plut. отдаться в чьи-л. руки, сдаться кому-л.;
3 med. принимать на себя (τοὺς κινδύνους Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρίζω: μέλλ. Ἀττ. ἐγχειρῐῶ, πρκμ. ἐγκεχείρικα Πλουτ. Φωκ. 34: - θέτω εἰς τὰς χεῖράς τινος, παραδίδω, ἐγχειρίζω, ἐμπιστεύομαι, τί τινι ἢ τινά τινι Ἡρόδ. 1. 111., 5. 92, 3, Θουκ. 2. 67· τὰς ἀρχὰς ἐγχ. τινὶ Ἡρόδ. 5. 71, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 8· οὕτως ἐγχ. τινὶ μόνον (παραλειπομένου τοῦ ἀρχὴν) αὐτόθι 5. 6, 12· ἐγχ. ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Ἀντιφῶν 119. 20· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. - Παθ., ἐγχειρίζομαι, παραδίδομαι, τινὶ Πολύβ. 5. 44, 1· ἀλλά, ἐγχειρίζεσθαί τι, μοὶ ἐμπιστεύεταί τίς τι, Λουκ. Προμ. 3, Ἔρωτ. 39, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., διοικεῖν τὰ τῆς ἀρχῆς ἐγκεχειρίσμεθα, ἐνεπιστεύθησαν εἰς ἡμᾶς τὴν διοίκησιν τῆς ἀρχῆς, Ἡρωδιαν. 8. 7, 12: - Μέσ., ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι, ἐπιχειρῶ, κινδύνους... ἐγχειρίσασθαι Θουκ. 5. 108, Δίων Κ., κτλ.
Greek Monolingual
(AM ἐγχειρίζω)
δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος»)
μσν.- νεοελλ.
εγχειρώ
αρχ.-μσν.
αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται
αρχ.
παραδίνομαι.
Greek Monotonic
ἐγχειρίζω: μελ. Αττ. ἐγχειρῐῶ, παρακ. -κεχείρικα·
I. τοποθετώ στα χέρια κάποιου, εμπιστεύομαι, τι ή τινά τινι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., ἐγχειρίζεσθαί τι, να εμπιστεύεται κάποιος ένα πράγμα σε κάποιον άλλο, σε Λουκ.
II. Μέσ., αναλαμβάνω, αντιμετωπίζω (δυσκολίες), κινδύνους, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. Attic -ῐῶ perf. -κεχείρικα
I. to put into one's hands, entrust, τί or τινά τινι Hdt., Thuc., etc.: —Pass., ἐγχειρίζεσθαί τι to be entrusted with a thing, Luc.
II. Mid. to take in hand, encounter, κινδύνους Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=βάζω κάτι στό χέρι ἄλλου, παραδίνω). Παρασύνθετο κατευθείαν ἀπό τήν πρόθεση ἐν + χειρί ἤ χερσί μέ κατάληξη -ίζω.
Παράγωγα: ἐγχειρία, ἐγχείρισις, ἐγχειριστής, ἐγχειρισμός, ἐγχειριστέον, ἐγχειρίδιον (=μαχαίρι).
Lexicon Thucydideum
tradere, to hand over, surrender, 2.67.2,
MED. suscipere (periculum), to undertake (a danger), 5.108.1, [nonnulli codd. several manuscripts ἐγχειρήσασθαι, quo medio Graeci non utuntur which middle the Greeks do not use].
Translations
entrust
Bulgarian: поверявам; Catalan: confiar; Danish: betro; Dutch: toevertrouwen; Esperanto: konfidi, alkonfidi; Finnish: antaa huostaan, antaa hoidettavaksi, antaa tehtäväksi; French: confier; German: anvertrauen; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌿𐌱𐌾𐌰𐌽; Greek: εμπιστεύομαι; Ancient Greek: ἀνατίθημι, ἀντεπιτίθημι, διαπαραδίδωμι, διαπιστεύω, ἐγκαθίημι, ἐγχειρίζω, εἰσχειρίζω, ἐμπιστεύω, ἐπιτρέπω, ἐπιτροπεύω, ἐπιτρωπάω, ἐπιτρωπῶ, θαρρέω, θαρρῶ, θαρσέω, θαρσῶ, καταπιστεύω, παρακατατίθημι, παρατίθημι, παρεγγυῶ, πιστεύω; Hungarian: bíz, megbíz; Ido: konfidar; Indonesian: mempercayakan, menitip; Irish: cuir in iontaoibh, lig ar iontaoibh le; Old Irish: ad·noí; Italian: confidare; Kurdish Central Kurdish: سپاردن; Latin: commendo; Latvian: uzticēt; Middle English: recomaunden, comaunden, recommenden; Ottoman Turkish: اینانمق; Polish: powierzyć; Portuguese: confiar; Russian: доверять, доверить; Spanish: encomendar, confiar; Swedish: anförtro, ombetro, betro, förtro; Telugu: ఒప్పగించు; Turkish: emanet etmek; Ukrainian: довіряти, дові́рити