firme

Revision as of 07:06, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Latin > English (Lewis & Short)

firmē: adv., v. firmus.

Latin > French (Gaffiot 2016)

firmē¹⁴ (firmus), solidement, fortement, fermement : Cic. Fin. 1, 71 || firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.

Latin > German (Georges)

fīrmē, Adv. (firmus), fest, mit Festigkeit, I) eig.: insistere, Suet.: firmius durare, Plin.: firmissime statuere alqd, Vitr. – II) übtr., fest, bestimmt, praemandare alqm, recht kräftig, Plaut.: alqd comprehendere, Cic.: graviter et firme respondere, Plin. ep.: firmissime asseverare, steif u. fest, Cic.

Spanish > Greek

βάσιμος, ἔμπεδος, ἀμεταμέλητος, ἀμετανόητος, ἐμπεδόμυθος, ἀνενδοίαστος, ἀκηδής, δυσπερίτρεπτος, δυσκινησία, ἀτρεκής, ἀχώλευτος, ἀπαράπτωτος, ἀδόνητος, ἀσφαλής, ἀτρεμής, ἀναπότρεπτος, ἀπερίκλαστος, βέβαιος, ἀλανής, ἄκλονος, ἀστεμφής, διαστηρίζω, ἐνστηνής, βριαρός, βαθύς, ἀμετάπτωτος, ἀσάλευτος, ἄσειστος, ἀπαρασάλευτος, ἀδιάπτωτος, ἀμετάκλιτος, ἄτρεπτος, ἀμετάτρεπτος, ἀστυφέλικτος, ἄτρομος, δυσαντίρρητος, δυσπαθής, ἀδιάσειστος, ἀρρεπής, ἀπαραχώρητος, ἀμετάπειστος, ἀκίνητος, ἀπρόπτωτος, ἀντιβατικός, ἔμμονος, ἐμβριθής, ἀπτώς, ἀταρβής, ἄπτωτος, ἀκατάβλητος, ἀπαρακόμιστος, ἀπτής, ἀκαμπής, ἀκλινής, ἀτάρβακτος, ἀκάρδιος, ἀντίτυπος, ἁδινός, ἄρρεμβος, βεβαιότροπος, ἑδράστερος, ἑδραῖος, ἐμπεδοσθενής, ἔντονος, ἄμοτον