λειτουργία
English (LSJ)
ἡ, earlier Att. λητ- IG22.1140.14 (386 B.C.):—at Athens, and elsewhere (e.g. Siphnos, Isoc.19.36; Mitylene, Antipho 5.77),
A public service performed by private citizens at their own expense, And.4.42, Lys.21.19, etc.; λ. ἐγκύκλιοι ordinary, i.e. annual, liturgies, D.20.21; λειτουργίαι μετοίκων, opp. πολιτικαἰ, ib.18. II any public service or work, PHib. 1.78.4 (iii B.C.), etc.; ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν τεταγμένος, in an army, the officer who superintended the workmen, carpenters, etc., Plb.3.93.4; οἱ ἐπί τινα λ. ἀπεσταλμένοι Id.10.16.5: generally, military duty, UPZ15.25 (pl., ii B.C.). 2 generally, any service or function, ἡ πρώτη φανερὰ τοῖς ζῴοις λ. διὰ τοῦ στόματος οὖσα Arist.PA650a9, cf. 674b9, 20, IA 711b30; φιλικὴν ταύτην λ. Luc.Salt.6. 3 service, ministration, help, 2 Ep.Cor.9.12, Ep.Phil.2.30. III public service of the gods, αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς λ. Arist.Pol.1330a13; αἱ τῶν θεῶν θεραπεῖαι καὶ λ. D.S.1.21, cf. UPZ17.17 (ii B.C.), PTeb.302.30 (i A.D.), etc.; the service or ministry of priests, LXX Nu.8.25, Ev.Luc.1.23.
German (Pape)
[Seite 26] ἡ, eigtl. Volksdienst, jeder dem Volke oder Staate geleistete Dienst, bes. in den Demokratien wie in Athen, ein öffentliches Amt, das der reichere Bürger, wenn ibn die Reihe traf, oder wenn er außerordentlich dazu beordert wurde, übernahm, so daß er die dazu erforderlichen Kosten aus seinem eigenen Vermögen bestritt; die regelmäßigen Leistungen der Art in Athen waren die γυμνασιαρχία, χορηγία, τριηραρχία u. ἑστίασις, worüber die betreffenden Artikel nachzusehen sind, vgl. Böckh Ath. Staatshh. I p. 480 bis 499 u. Wolf Dem. Lpt. p. LXXXV ff.; ἢ τοιούτων τινῶν ἄλλων κοινῶν κοσμήσεων ἢ λειτουργιῶν Plat. Legg. XII, 949 c u. oft bei den Rednern. Uebh. Dienst, στόματος, διὰ τοῦ στόματος, Verrichtung, Arist. part. an. 2, 3. 3, 14; der Soldaten, Kriegsdienst, Pol. 6, 33, 6 u. öfter; vgl. D. Sic. 1, 73; ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν τεταγμένος, Pol. 3, 93, 4, heißt der beim Heere über die Arbeiter, Zimmerleute u, dergl. gesetzt ist; αἱ τῶν οἰκετῶν λειτουργίαι, Ath. XV, 639 a; ἕτοιμος φιλικὴν ταύτην λειτουργίαν ὑποστῆναι, Luc. salt. 6; auch neben τὰς τῶν θεῶν θεραπείας, vom Dienst der Götter, D. gie. 1, 21; und so bes. bei K. S. u. N. T. Kirchendienst.
Greek (Liddell-Scott)
λειτουργία: ἡ, (λειτουργέω) ἐν Ἀθήναις, βαρύ τι δημόσιον, ἔργον ἢ καθήκον, ὅπερ οἱ πλουσιώτεροι τῶν πολιτῶν ἐπετέλουν ἰδίαις δαπάναις, κυρίως κατὰ διαδοχήν, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἑκουσίως ἢ δι’ ἐκλογῆς, Ἀντιφῶν 138. 26, Ἀνδοκ. 34. 27, Λυσ. 163. 21, κτλ. ― Αἱ συνήθεις λειτουργίαι, αἱ λεγόμεναι ἐγκύκλιοι, ἐν Ἀθήναις ἦσαν: ἡ γυμνασιαρχία, ἡ χορηγία, καὶ ἡ ἑστίασις, καὶ ἐλάσσων τις ἀρχιθεωρία. Αἱ ἔκτακτοι, ὡς ἡ τριηραρχία, ἦσαν ὡρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέρας τῆς Πολιτείας ἀνάγκας. Ὑπῆρχον ὡσαύτως λειτουργίαι μετοίκων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πολιτικάς, Δημ. 462. 14. Περὶ τῶν λειτουργιῶν, ἴδε Δημ. Λεπτ. (μετὰ τοῦ προοιμίου τοῦ Wolf.), Βöckh P. E. 2. 199 ἑξ., Herm, Pol. Ant. §161 κἑξ., Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 81. 15 (ἔκδ. Blass). ― Ἂν καὶ τὸ σύστημα τοῦτο ἦν κυρίως Ἀθηναϊκόν, ἀναγιγνώσκομεν περὶ λειτουργιῶν ἐν Σίφνῳ (Ἰσοκρ. 391D), Μυτιλήνῃ (Ἀντιφῶν 138. 26), καὶ ἀλλαχοῦ, ἴδε Ἡρόδ. 5. 83, κτλ.˙ καὶ ἡ λέξις (ἴδε λήιτον) φαίνεται οὖσα Ἀχαϊκῆς καταγωγῆς. ΙΙ. πᾶσα ὑπηρεσία ἢ ἔργον δημόσιον, ὅθεν ὁ ἐπὶ λειτουργιῶν, ἐν στρατεύματι, ὁ ἀξιωματικὸς ὁ ἐπιβλέπων τοὺς ἐργάτας, τέκτονας, κτλ., Πολύβ. 3. 93, 4˙ οἱ ἐπί τινα λ. ἀπεσταλμένοι ὁ αὐτ. 10. 16, 5. 2) καθόλου πᾶσα ὑπηρεσία ἢ ἐνέργεια, ἡ πρώτη φανερὰ τοῖς ζῴοις λ. διὰ τοῦ στόματος οὖσα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 8, πρβλ. 3. 14, 7, καὶ 9, π. Ζ. Πορείας 12, 11˙ φιλικὴν ταύτην λ. Λουκ. π. Ὀρχ. 6. 3) ὑπηρεσία, βοήθεια, ἐπικουρία, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. θ΄, 12, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 30. ΙΙΙ. ἡ δημοσία λατρεία τῶν θεῶν, λ. αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 11˙ τὰς [τῶν θεῶν] λ. Διόδ. 1, 21˙ ― ἡ ὑπηρεσία ἢ ἱερὰ διακονία τῶν ἱερέων, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Η΄, 25), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 23˙ ἡ τῆς ἐπισκοπῆς λ., ἡ διοίκησις, Ἐπιφάν.˙ παρ’ Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, λειτουργία, δημοσία λατρεία, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ τελετὴ τοῦ Κυριακοῦ δείπνου, ἡ εὐχαριστία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fonction publique, service public, particul. à Athènes liturgie, fonction dont le titulaire supportait les dépenses, et qui consistait à organiser les chœurs, à équiper les galères;
2 service public en gén.
3 p. ext. service quelconque : φιλικὴ λειτουργία LUC service d’ami;
4 particul. service du culte.
Étymologie: λειτουργός.
English (Strong)
from λειτουργέω; public function (as priest ("liturgy") or almsgiver): ministration(-try), service.
English (Thayer)
λειτουργίας, ἡ (from λειτουργέω, which see);
1. properly, a public office which a citizen undertakes to administer at his own expense: Plato, legg. 12, p. 949c.; Lysias, p. 163,22; Isocrates, p. 391d.; Theophrastus, Char. 20 (23), 5; 23 (29), 4, and others.
2. universally, any service: of military service, Polybius; Diodorus 1,63. 73; of the service of workmen,
c. 21; of that done to nature in the cohabitation of man and wife, Aristotle, oec. 1,3, p. 1343b, 20.
3. in Biblical Greek a. the service or ministry of the priests relative to the prayers and sacrifices offered to God: עֲבודָה, Diodorus 1,21; Josephus; (Philo de caritat. § 1under the end; others; see Sophocles Lex. under the word)); hence, the phrase in θυσία, b. at the end (cf. Lightfoot on Clement of Rome, 1 Corinthians 44 [ET])).
b. a gift or benefaction, for the relief of the needy (see λειτουργέω, 2c.): Philippians 2:30.