άδεια
Greek Monolingual
(I)
ἄδεια, η (Μ) ἀδεής (ΙΙ)] αφθονία.
(II)
η (Α ἄδεια) (Ν και αδειά)
1. παροχή ελευθερίας σε κάποιον να κάνει ή να πει κάτι, συγκατάθεση, συναίνεση
2. φρ. «ποιητική άδεια», φραστική παρέκκλιση του ποιητικού λόγου από τα καθιερωμένα στον πεζό λόγο, η οποία επιτρέπεται στους ποιητές λόγω μετρικής ή άλλης ανάγκης (στα νεοελλ. συνήθως στη φρ. «ποιητική αδεία»)
μσν.- νεοελλ.
ευχέρεια χρόνου, διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία
νεοελλ.
1. παροχή δικαιώματος σε κάποιον για την εκτέλεση ή μη εκτέλεση μιας πράξης από την εκάστοτε αρμόδια αρχή
2. το έγγραφο με το οποίο χορηγείται αυτό το δικαίωμα
3. δικαίωμα απουσίας
4. κενός χώρος, ευρυχωρία, «άπλα»
αρχ.-μσν.
άνεση, ευκολία
αρχ.
1. έλλειψη φόβου, απελευθέρωση από τον φόβο, αφοβία
2. ασφάλεια, σιγουριά
3. αμνηστία
4. φρ. «ἄδεια γῆς», ασφαλής κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδεής. Ενδιαφέρουσα είναι η σημασιολογική εξέλιξη της λ. από την (αρχική-ετυμολογική) σημασία «αφοβία, έλλειψη φόβου —ασφάλεια, σιγουριά» (< ἀδεὴς < δέος «φόβος») στη νεώτερη σημασία της άδειας, δηλ. στη σημ. του «επιτρεπόμενου, της παροχής ορισμένου δικαιώματος (ενεργείας, χρήσεως, απουσίας κ.λπ.)». Η εξέλιξη αυτή, που είναι ήδη αρχαία, σημειώνει το πέρασμα της γενικής σημ. τών λέξεων της οικογένειας τών δείδω, δέος, ἀδεὴς κ.λπ. από τον χώρο του συναισθήματος («φόβος») σε μια αντικειμενικότερη, πιο συγκεκριμένη έννοια (εξασφάλιση δικαιώματος για συγκεκριμένη ενέργεια), εξέλιξη που δεν είναι άσχετη με την παλιότερη αρχαία χρήση της λέξεως στη δικανική γλώσσα.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αδειάζω
νεοελλ.
αδειούχος].