αυλός

Greek Monolingual

ο (AM αὐλός)
1. πνευστό όργανο από καλάμι συνήθως με δονητή και τρύπες στα αρμόδια σημεία, φλογέρα
2. κάθε κοίλωμα ή κοιλότητα
3. ο κρουνός του αίματος που εξακοντίζεται μετά από τραυματισμό («κόπηκε μια φλέβα και πήγαινε το αίμα του αυλός», «αὐλὸς παχύς», Όμ.)
4. ο σωλήνας στο φυσερό του μεταλλουργού
μσν.- νεοελλ.
το ανδρικό μόριο
νεοελλ.
1. ο μίσχος των λαχάνων
2. η οπή του βαρελιού στην οποία προσαρμόζεται ο διακόπτης, η κάνουλα
3. φρ. «έγινε αυλός» — έγινε στουπί, μέθυσε
αρχ.
1. ο σωλήνας της κλεψύδρας
2. ο φυσητήρας της φάλαινας και άλλων κητών
3. το αιμοφόρο αγγείο που συνδέει την καρδιά με την αορτή
4. είδος οστρακόδερμου σωλήνα
5. φρ. «ὑπ' αὐλοῦ», «πρὸς αὐλόν», «ὑπ' αὐλόν» — με τη συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυλός είναι μορφολογικά ταυτόσημη με τ. άλλων ινδοευρ. γλωσσών, αν και διαφέρει σημασιολογικά. Συνδέεται με λιθ. aūlas «περικνήμιο μπότας», νορβ. aul «μίσχος του φυτού αγγελική» και πιθ. λατ. alvus «κοιλιά», με μετάθεση, που ανάγονται σε ινδοευρ. au-l- «σωλήνας, επιμήκης κοιλότητα». Εξάλλου τίποτε δεν αποδεικνύει μία ετυμολογική σχέση μεταξύ των λ. αυλός και καυλόςβλαστός, κοτσάνι», παρά τη μορφολογική και ίσως σημασιολογική τους ομοιότητα και παρά την ύπαρξη αντιστοίχου ζεύγους λ. στη Λιθουανική, που συνδέονται ανά δύο με τις ελληνικές (πρβλ. αυλός-aūlas και καυλός kaulas).
ΠΑΡ. αυλητής αρχ. αύλημα, αύλησις, αυλητήρ, αυλίσκος, αυλώ, αυλών, αυλωτός.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετ.) αρχ. αυλοδόκη, αυλοποιός, αυλοτρύπης, αυλωδός, αυλωπίας, αυλώπις
μσν.
αυλοθήκη
(β' συνθετ.) δίαυλος πλαγίαυλος, αρχ. άναυλος, δολίχαυλος, δύσαυλος, έναυλος, έξαυλος, κακόαυλος, καλάμαυλος, κάταυλος, μίμαυλος, μόναυλος, όμαυλος, πάραυλος, ραπάταυλος, σύναυλος, ύδραυλος, φίλαυλος
νεοελλ.
βαρύαυλος, οξύαυλος, πύραυλος].