διαρρίπτω
English (LSJ)
poet. διαρίπτω, also pres. διαρριπτέω Ar.V.59, X. Cyn.5.8, Aeschin.1.59, etc.:—
A shoot through, διαρρίπτασκεν ὀϊστόν Od.19.575.
2 cast or throw about, διάριψον ὄμμα πανταχῇ fling glances round, dub. in Ar.Th.665; τὰς ὄψιας πυκνὰ δ. Hp.Coac.214; δ. σκέλεα Id. prog.3 (Pass.); δ. τὴν οὐράν, of a dog, wag the tail, X. Cyn.6.23.
3 throw about, as nuts, etc., among a crowd, Ar.V. 59; χρήματά τισι Plb.16.21.8: metaph., toss about, Pl.Ep.343d; squander, τὸν βίον Lib.Or.12.33: pf. part. Pass., indiscriminate, Pl. Lg.860c; scattered, dispersed, δ. κατὰ πόλεις Plu.Phil.8; διερριμμένην μνήμην ποιήσασθαι mention here and there, Plb.3.57.5.
4 throw down, τὸν περίβολον Id.16.1.6.
II intr., plunge, ἐν τῇ θαλάττῃ X.Cyn.5.8.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. διαρρίπτασκεν Od.19.575]
I tr.
1 lanzar a través de διαρρίπτασκεν ὀϊστόν (Ulises) lanzaba la flecha a través (de las hachas) una y otra vez, Od.l.c.
2 lanzar, arrojar, echar a un lado y a otro τὰ ... σκεύη X.An.5.8.6, τὰ βασιλικὰ χρήματα τοῖς ... πρεσβευταῖς Plb.16.21.8, cf. D.S.15.49, D.C.36.8, τοὺς λίθους τοὺς ἐκ τῆς ὁδοῦ LXX Is.62.10, τὰ μηρία ... ἀπὸ τοῦ βωμοῦ Plu.Ages.6, τῶν ... χρυσωμάτων ἔνια τοῖς Κρησὶ διερριφὼς ὑπ' ἀγνοίας Plu.Aem.23, τὸ ὅπλον Gr.Nyss.Beat.93.23
•en v. med.-pas. τὸ βλέμμα διέρριπται tiene la mirada perdida, extraviada Hld.4.7.7.
3 ref. partes del cuerpo mover a un lado y a otro τὸ τὰς ὄψιας πυκνὰ διαρρίπτειν el mover los ojos constantemente a un lado y a otro Hp.Coac.214, de unas perras διαρριπτοῦσαι τὰς οὐράς X.Cyn.6.23, en v. pas. τὰς χεῖρας καὶ τὰ σκέλεα ἀνωμάλως διερριμμένα Hp.Prog.3.
4 part. perf. pas. διερριμμένος = dispersado, diseminado, separado de concr. τοὺς ἀστέρας ... διερριμμένους Luc.Icar.4, τῶν Συρακοσίων ... διερριμμένων D.S.13.9, de abstr. τὰ καλὰ καὶ τὰ δίκαια διερριμμένα lo bello y lo justo (están) separados Pl.Lg.860c, οὐ διερριμμένην ... ποιήσασθαι τὴν περὶ αὐτῶν μνήμην no hacer mención de estas cosas de forma dispersa Plb.3.57.5, τὰ τῆς φιλοσοφίας μέρη ... διερριμμένα ὥσπερ τὰ τοῦ Πενθέως μέλη Attic.1.21
•part. subst. ἐκ ταπεινοῦ καὶ διερριμμένου de la debilidad y dispersión ref. a ciu., Plu.Phil.8.
5 fil. disgregar, e.e., analizar τὰ τέτταρα διαρρίπτειν τε καὶ ἐλέγχειν analizar y refutar los cuatro (elementos necesarios para que se produzca el conocimiento), Pl.Ep.343d.
6 echar abajo, derribar τὸν περίβολον Plb.16.1.6.
7 hacer ir en dirección errónea, despistar ὃ μὲν (ὁ λαγωός) ἐξελίξας τὸν δρόμον καὶ διαρρίψας τὴν κύνα Arr.Cyn.17.3, cf. 16.3.
II intr. en v. med. dispersarse, esparcirse las semillas, Thphr.HP 6.3.4.
French (Bailly abrégé)
f. διαρρίψω, ao. διέρριψα, etc.
I. (διά, de côté et d'autre);
1 jeter de côté et d'autre : ἀστέρες διερριμμένοι LUC astres disséminés;
2 p. ext. écarter, rejeter;
II. (διά, à travers) lancer : ὀϊστόν OD un trait.
Étymologie: διά, ῥίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρρίπτω, διαρριπτέω en διαρριπτάζω [διά, ῥίπτω] διαρριπτέω alleen praes. en imperf.; Ion. 3 plur. διαρριπτεῦνται, ep. iter. imperf. διαρρίπτασκε ~ διά uiteen: verschillende kanten op gooien, (ver)strooien:; κάρυ’ ἐκ φορμίδος δούλω διαρριπτοῦντε τοῖς θεωμένοις twee slaven die noten uit een mandje onder de toeschouwers strooien Aristoph. Ve. 59.; τά … τῶν ἐμῶν συσκήνων σκεύη διέρριψας u heeft de bagage van mijn tentgenoten naar alle kanten door elkaar gegooid Xen. An. 5.8.6; οἷς ἐνέτυχον ἱεροῖς τεθυμένοις διέρριψαν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ de offerdieren die ze geofferd aantroffen gooiden ze van het altaar Xen. Hell. 3.4.4; (willekeurig) verspreiden:. διερριμμένου κατὰ πόλεις verspreid over (verschillende) steden Plut. Phil. 8.1. ~ διά door … heen: door... heen gooien; van een pijl erdoorheen schieten.
German (Pape)
Nebenform διαρριπτέω und viell. διαρριπτάω, vgl. ῥιπτέω, ῥίπτω: durchwerfen, hin und her werfen, aus einander werfen: Hom. Od. 19.575 διαρρίπτασκεν ὀϊστόν, schoß einen Pfeil hindurch; die Form wie von διαρριπτάω, vgl. ῥίπτασκον Il. 15.23, ῥἰπτασκε Od. 8.374, ῥιπτάζων Il. 14.257, κρύπτασκε Il. 8.272; Buttmann Ausf. Gramm. 2. Ausg. Bd. 1. S. 384 §.94 Anm. 4; – hin und her werfen, ὄμμα πανταχῆ διάριψον Ar. Th. 665; ὄψιας, Hippocr.; βλέμμα διέρριπται, er hat einen unsteten, scheuen Blick, Hel.; ταῖς οὐραῖς, od. τὰς οὐρὰς διαρριπτοῦσαι κύνες, mit dem Schwanz hin- und herschlagend, Xen. Cyn. 6.23; – auseinanderwerfen, zerstreuen, τὰ σκεύη διέρριψας Xen. An. 5.8.6; διερρίπτουν εἰς τὴν ὁδόν Aesch. 1.59; διερριμμένα, Plat. Legg. IX.860c; getrennt, Plut. Philop. 8; zerstreut, ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ διερριμμένοι, Luc. Icarom. 4; κόμαι διερριμμέναι, Pol. 2.56.7; διερριμμένην ποιήσασθαι τὴν μνήμην, zerstreut, 3.57.8; hin-, zuwerfen, δούλω κάρυα διαρριπτοῦντε τοῖς θεωμένοις, Ar. Vesp. 59; διερρίπτει οἷς αὐτῷ ἐδόκει Xen. An. 7.3.22; Plut. Aemil. 23; – verwerfen, καὶ ἐλέγχειν, Plat. Ep. VII.343d; – τὰ μέλη διαρριπτεῖν, die Glieder (zum Sprunge) ausspreizen, Arr. ven. 15.2; dah. intr., springen, ἐν τῇ θαλάττῃ διαρριπτῶν ἐπὶ τὸ δυνατόν Xen. Cyn. 5.8.
Russian (Dvoretsky)
διαρρίπτω: Arph. διαρίπτω
1 бросать вокруг, разбрасывать (ἀστέρες διερριμμένοι Luc.): κόμαι διερριμμέναι Polyb. растрепанные волосы; πανταχῇ διάρ(ρ)ιψον ὄμμα Arph. оглянись хорошенько вокруг; τὰ διερριμμένα προσαγορεύεσθαι Plat. или διερριμμένην μνήμην ποιεῖσθαι Polyb. делать отдельные или несвязные замечания;
2 бросать или пускать сквозь: δ. ὀϊστόν Hom. пропускать стрелу (сквозь ряд колец);
3 разбрасывать, раскидывать, ломать (τὸν περίβολον Polyb.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
διαρρίπτω (Α)
1. ρίχνω ανάμεσα
2. ρίχνω (ματιές) τριγύρω
3. διασκορπίζω
4. ανασκευάζω, απορρίπτω
5. σπαταλώ, διασπαθίζω.
Greek Monotonic
διαρρίπτω: ποιητ. δια-ρίπτω, Ιων. παρατ. διαρ-ρίπτασκον, μέλ. -ψω, στην Αττ. επίσης ενεστ. διαρριπτέω·
I. 1. ρίχνω ή εκτοξεύω δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.
2. ρίχνω το βλέμμα τριγύρω, λέγεται για σκύλο, κουνώ την ουρά, σε Ξεν.
3. διασκορπίζω, ρίχνω, πετώ, όπως καρύδια ή χρήματα ανάμεσα στο πλήθος, σε Αριστοφ.
II. αμτβ., βουτώ, ρίχνομαι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρίπτω: ποιητ. διαρίπτω· μέλλ. -ψω· παρὰ τοῖς Ἀττ. ἔχομεν καὶ ἐνεστῶτα διαρριπτέω, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Ξεν. Κυν. 5, 8, κτλ.· ῥίπτω διὰ μέσου, διαρρίπτασκεν ὀϊστὸν Ὀδ. Τ. 575. 2) ῥίπτω πέριξ, διάριψον (δὴ ῥῖψον Bgk) ὄμμα πανταχῆ, ῥῖψον τὰ βλέμματά σου πρὸς ὅλα τὰ μέρη, Ἀριστοφ. Θεσμ. 665· δ. τὰς ὄψιας πυκνὰ δ. Ἱππ. 153Β· δ. σκέλεα ὁ αὐτ. Προγν. 37· δ. τὴν οὐράν, ἐπὶ κυνός, διασείω τὴν οὐράν, Ξεν. Κυν. 6, 23. ― Παθ., διαφέρω, διερριμμένα =διάφορα, Πλάτ. Νόμ. 860Β. 3) διασκορπίζω, οἷον κάρυα, χρήματα, κλπ. μεταξὺ τοῦ πλήθους, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Πολύβ. 16. 21, 8· μεταφορ., σπαταλῶ, τὸν βίον Λιβάν. 4. 631· ― μετοχ. πάθ. πρκμ., διεσκορπισμένος, διεσπαρμένος, Πλούτ. Φιλοπ. 8· διερριμμένην μνήμην ποιεῖν, ἀναφέρω σποραδικῶς, Πολύβ. 3. 57, 5. 4) ἀπορρίπτω, Ἐπ. Πλάτ. 343D. 5) καταρρίπτω, Λατ. disjicere, τὸν περίβολον Πολύβ. 16. 1, 6. ΙΙ. ἀμετ., ῥίπτομαι ὁρμητικῶς ἀναζητῶν, ἐν τῇ θαλάττῃ Ξεν. Κυν. 5, 8.
Middle Liddell
poet. δια-ρίπτω ionic imperf. διαρ-ρίπτασκον fut. ψω Attic pres. διαρριπτέω
I. to cast or shoot through, Od.
2. to cast or throw about, a dog, to wag the tail, Xen.
3. to throw about, as nuts or money among a crowd, Ar.
II. intr. to plunge, Xen.