κάλαθος
English (LSJ)
[κᾰ], ὁ,
A basket narrow at the base, Ar.Av.1325 (lyr.); esp. for wool, Hsch.; for fruit, Arist.Rh.1413a21; carried in procession in honour of Demeter, Call.Cer.1, cf. Gloss.Oxy.1802 Fr.3.30.
2 Archit., capital of a column, in this form, Callix.1, cf. Vitr.4.1.9.
II wine-cooler, = ψυκτήρ, Hsch.
III mould for casting iron, Id.
IV reservoir of an oil-lamp, Hero Spir.2.22.
German (Pape)
[Seite 1306] ὁ (nach Eust. von κᾶλον, wogegen die Kürze des α spricht), geflochtener Handkorb, Ar. Av. 1325; bes. zu Früchten, Arist. rhet. 3, 11; Callim. Cer. 1. – Nach Hesych. auch = ψυκτήρ; auch ein Gefäß zum Schmelzen des Eisens. – Ein Teil des korinth. Säulenkapitäls, Ath. V, 206 b.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
corbeille, sorte de panier.
Étymologie: cf. lat. calathus.
Spanish
Greek Monolingual
ο (AM κάλαθος)
καλάθι, κάνιστρο με βάση στενή
νεοελλ.
1. δοχείο από λεπτά ελάσματα για τη μεταφορά μεταλλεύματος
2. φρ. «κάλαθος τών αχρήστων» — το καλάθι που χρησιμοποιείται για τη ρίψη απορριμμάτων
μσν.
το φάτνωμα οροφής
αρχ.
1. αρχιτ. το τμήμα του κορινθιακού κιονοκράνου που περιβάλλεται με γλυπτή διακόσμηση φύλλων ακάνθου, αλλ. κόφινος
2. αγγείο για το λάδι της λυχνίας
3. (γενικά), σκεύος με σχήμα αγγείου για την ψύξη του νερού ή του κρασιού, ψυκτήρας
4. σκεύος από σχοινί, λυγαριά ή βούρλα για την τοποθέτηση τυριού, καρπών, μαλλιών κ.ά.
5. το κάνιστρο που κρατούσαν πάνω στο κεφάλι τους στην πομπή που γινόταν κατά τις εορτές της Δήμητρας και το κάνιστρο πάνω στο κεφάλι τών αρχαίων αγαλμάτων της ίδιας θεάς
6. πήλινο αγγείο, απομίμηση σε μικρό μέγεθος πραγματικού καλαθιού το οποίο αποτελούσε συνήθως κτέρισμα σε μυκηναϊκούς, γεωμετρικούς και σπανιότερα μεταγενέστερους τάφους
7. κάλυμμα κεφαλιού χθόνιων θεοτήτων (Δήμητρας, Ρέας, Εκάτης, Σαράπιδος κ.ά.)
8. (κατ' επέκτ.) σύμβολο αφθονίας και βλάστησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -θος (πρβλ. γυργαθός, ορμαθός), αν και είναι πιθ. το -θ- της λ. να ανήκει στο θέμα λόγω της συνδέσεώς της με το ρ. κλώθω.
ΠΑΡ. αρχ. καλαθίς, καλαθίσκος, καλαθωτός
(αρχ.- μσν.) καλάθιον
μσν.
καλαθώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. καλαθηφόρος, καλαθοειδής, καλαθοπλόκος
νεοελλ.
καλαθοπλεκτική, καλαθοποιός, καλαθόσφαιρα, καλαθοφόρος].
Greek Monotonic
κάλᾰθος: [κᾰ], ὁ,
I. αγγειόσχημο καλάθι, Λατ. calathus, σε Αριστοφ.
II. ψυκτικό δοχείο, συσκευή ψύξης, ψύκτης, σε Βιργ.
Russian (Dvoretsky)
κάλᾰθος: (κᾰ) ὁ (ручная) корзина, плетенка Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: basket (Ar., Arist.), also metaph. of several objects, e. g. capital of a pillar (Callix.), reservoir of an oil-lamp (Hero).
Compounds: As 1. member e. g. in καλαθη-φόρος f. bearer of a k. (Ephesos IIIp, Καλαθηφόροι title of a comedy of Eubulos; on -η- Schwyzer 438f.).
Derivatives: καλαθίσκος (Ar., Lys.), -ον n. (Delos IIa); καλάθιον (Poll. Orib.); also καλάθωσις coffering of a ceiled roof (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the formation cf. γυργαθός (γύργαθος), κύαθος, ὁρμαθός etc. Connected with κλώθω, de Saussure Mém. 267, which is impossible. (Thus Bechtel Lex. 196, Schwyzer 361.) Prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
κᾰ́λᾰθος, ὁ,
I. a vase-shaped basket, Lat. calathus, Ar.
II. a cooling-vessel, cooler, Virgil
Frisk Etymology German
κάλαθος: {kálathos}
Grammar: m.
Meaning: geflochtener Korb (Ar., Arist., Kall. usw.), auch übertr. von verschiedenen Gegenständen, z. B. Säulenkapitell (Kallix.), Öllampenbehälter (Hero).
Composita: Als Vorderglied z. B. in καλαθηφόρος f. Korbträgerin (Ephesos IIIp, Καλαθηφόροι Titel einer Komödie des Eubulos; zu -η- Schwyzer 438f.).
Derivative: Ableitungen καλαθίσκος (Ar., Lys. usw.), -ον n. (Delos IIa); καλάθιον (Poll. Orib.); außerdem καλάθωσις Kassettierung einer Decke (Gloss.).
Etymology: Bildung wie γυργαθός (γύργαθος), κύαθος, ὁρμαθός u. a., aber trotzdem wohl mit stammhaftem θ zu κλώθω; de Saussure Mém. 267, zustimmend u. a. Bechtel Lex. 196, Schwyzer 361; Bedenken bei WP. 1, 464. — Aus mgr. καλαθῆρι(ον) stammt osman. kélatir, woraus ngr. κελετῆρι. Maidhof Glotta 10, 12.
Page 1,759
Mantoulidis Etymological
ὁ (=καλάθι). Πιθανόν συγγενικό μέ τό κλώθω. Περισσότερο πιθανόν ἀπό τό κάλως (=σχοινί).
Léxico de magia
ὁ cesta ἱδρύσας (τὸν ἄνθρωπον) εἰς μονόξυλον ἀρκεύθινον, ὀρυκτὸν ἔχων θέρμουθιν καὶ κάλαθον ἐπάνω κεκρυμμένον coloca la figura en un tronco único de enebro, ahuecado, oculto por encima con un áspid y una cesta P IV 2387
Translations
basket
Afrikaans: mandjie; Albanian: shportë; Anal: vopum; Arabic: سَلَّة; Egyptian Arabic: سبت; Hijazi Arabic: سلة, سبت, طشت, زنبيل; Armenian: զամբյուղ, կողով; Assamese: পাচি, টুকুৰী, খৰাহী, খাং, খদা, খাচা; Asturian: cestu, cesta; Atong: kok; Azerbaijani: səbət, zənbil; Belarusian: кошык; Bengali: টুকরি; Bulgarian: кош, кошница; Burmese: တောင်း, ခြင်း; Catalan: cistell, cistella; Cebuano: bukag; Central Sierra Miwok: ča·majy-; Chamicuro: kajsawa; Chechen: тускар; Cherokee: ᏔᎷᏣ; Chinese Cantonese: 籃; Mandarin: 籃子, 篮子; Crimean Tatar: sepet; Czech: koš, košík; Dalmatian: caniastro, quanest; Danish: kurv; Dhivehi: ތުކުނި; Dutch: mand, korf; Esperanto: korbo; Estonian: korv; Faroese: kurv; Finnish: kori; French: panier; Friulian: gei, geùt, ceste, cos; Galician: cesta, cesto; Georgian: კალათა; German: Korb; Alemannic German: Zeine; Gothic: 𐍄𐌰𐌹𐌽𐌾𐍉, 𐍃𐍀𐍅𐍂𐌴𐌹𐌳𐌰, 𐍃𐌽𐍉𐍂𐌾𐍉; Greek: καλάθι, κάνιστρο; Ancient Greek: δάρπη, θῖβις, κίστη, κόφινος, κάλαθος, ὑριχός; Greenlandic: koori; Gujarati: ટોપલી; Haitian Creole: pànye, panyen; Hausa: kwàndō; Hebrew: סַל; Hindi: टोकरी; Hungarian: kosár; Hunsrik: Korreb; Icelandic: karfa; Ido: korbo; Igbo: ṅkata; Indonesian: bakul; Interlingua: corbe, paniero; Irish: ciseán, cis; Italian: cestino, cesto, canestro, cesta, paniere; Japanese: 篭, 籠, バスケット, ざる; Kabuverdianu: balai, balói; Kannada: ಬುಟ್ಟಿ; Kazakh: себет; Khmer: ល្អី, កញ្ជើ; Kitembo: chitonga; Korean: 바구니, 고리짝, 고리; Kurdish Central Kurdish: سەبەتە; Northern Kurdish: zembîl, selik, sevî, sepet; Kyrgyz: себет, корзина чабыра; Lao: ກະຕ່າ; Latgalian: peitine, skaline, vezeļs; Latin: corbis; Latvian: grozs; Laz: ცანცა; Lingala: ekolo; Lithuanian: krepšys, pintinė; Luganda: ekisero, ekibbo; Luxembourgish: Kuerf; Macedonian: кошница, корпа, кош; Malay: bakul; Malayalam: കുട്ട; Maltese: kannestru; Maori: roroi, rawhi, rourou, kete, kōnae, pūtāiki, kāwhiu, tāiki, taukoro; Maricopa: kwnho; Mbyá Guaraní: ajaka; Middle English: basket, coffyn; Mongolian Cyrillic: сагс, араг; Mòcheno: khorb; Navajo: tsʼaaʼ; Neapolitan: panaro; Nepali: टोकरी; Norman: pangni; Norwegian: kurv; Occitan: panier; Ojibwe: makak; Old Church Slavonic Cyrillic: кошь; Ottoman Turkish: سپت, زنبیل; Pashto: څکی, سوغځۍ, شکرۍ, ټوکرۍ, پتاړ, پتورۍ, پچۍ, کاړۍ, کجاوه, کهاره, کواره, کوارچه, ګرينډۍ, ګوراچه; Persian: سبد, زنبیل; Plautdietsch: Korf; Polish: kosz, koszyk; Portuguese: cesto, cesta; Quechua: isanka; Romanian: coș; Russian: корзина, лукошко, кошница, корзинка; Rusyn: кош; Sanskrit: पिटक; Serbo-Croatian Cyrillic: корпа, кош, кошара; Roman: korpa, koš, košara; Sindhi: کارو; Slovak: kôš, košík; Slovene: košara, koš; Sorbian Lower Sorbian: kóš; Sotho: basekete, sesiu, sethoto, seroto; Southern Ohlone: simirin, Tipol; Spanish: cesta, cesto; Swahili: kikapu; Swedish: korg; Tagalog: basket, buslo, takuyan, bakol, tiklis, kaing, pangnan; Tahitian: 'ete; Tajik: сабад; Talysh Asalemi: سبد, سوه; Taos: t'ə̀odmúluną, pùot'ę́ną; Telugu: బుట్ట, తట్ట; Thai: ตะกร้า; Tibetan: སློ་མ, སིལ་ར, སླེལ་པོ; Tok Pisin: basket; Turkish: sepet; Turkmen: sebet; Ukrainian: кошик, кіш, корзина; Urdu: ٹوکری; Uyghur: سېۋەت; Uzbek: savat, korzinka; Vietnamese: giỏ, rổ; Volapük: bäset, bäsetil; Welsh: basged; West Frisian: koer; Wolof: pañe; Xhosa: ibhaskithi; Yiddish: קאָרב, קויש; Yoruba: agbọ̀n, apẹ̀rẹ̀; Zulu: imbenge, ubhasikidi