κάλως
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, gen. κάλω, acc. κάλων: Ep. and Ion. κάλος, ου, ὁ, Od.5.260, Hdt.2.36, also Aen.Tact.11.6; Att. Inscrr. have nom. dual
A κάλω IG12.330.19, nom. (and acc.?) pl. κάλως ib.22.1610.13, 1611.57, 1612.68: as nom.sg.(?) ib.1673.18; late Ep.nom. pl. κάλωες A.R.2.725; acc. κάλωας Orph.A.255, Opp.H.2.223; dat. κάλωσι Orph.A.239:—reefing rope, reef, Od. l.c.; τῶν ἱστίων τοὺς κάλους Hdt.2.36, cf. Aen.Tact.l.c.; κάλως ἐξῑέναι let out the reefs, i.e. set sail, ὅταν στράτευμ' Αργεῖον ἐξιῇ κάλως E.Tr.94; ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων are letting out every reef, i.e. using every effort, Id.Med.278, cf. Ar.Eq.756 (and Sch. adloc.); τοὺς κάλως ἔκλυε καὶ Χάλα πόδα Epicr. 10.5; πάνγας ἔσεισε κάλους AP9.545 (Crin.); φόνιον ἐξίει κάλων let murder loose, E.HF837; πάντα κάλων ἐκτείναντα Pl.Prt. 338a; ἐφέντες Id.Sis.389c; κινεῖν Luc.Scyth.11; γαστρὶ πάντας ἐπιτρωπῶσι κάλωας Opp.H.2.223; κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾶν IG14.793.8 (Naples).
II generally, rope, line, κάλον (v.l. -ων) κατεῖναι let down a sounding-line, Hdt.2.28; ἀπὸ κάλω παραπλεῖν to be towed along shore, Th.4.25; cable, Hdt.2.96; πρυμνήτης κ. E.Med. 770; οἱ ἐπὶ τῶν κ. βαίνοντες tight-rope walkers, Luc.Rh.Pr.9.
German (Pape)
[Seite 1315] ω, ὁ, ion. u. ep. κάλος, Tau, Schiffs-, Segeltau; Od. 5, 260 ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν, »die Taue zum Aufziehen u. Niederlassen der Segel« erkl.; Her. οἱ κάλοι τοῦ ἱστίου 2, 36 u. öfter; θύρη κάλῳ δεδεμένη 2, 96; πρυμνήτης κάλως Eur. Med. 770; κάλως ἐξιέναι, die Segel aufspannen, Troa. 94; ἀπὸ κάλω καὶ θρανίου κρεμάσαντι σαυτόν Ar. Ran. 121; übh. Strick, τοῖσιν κάλῳς Paz 450, mit der v.l. κάλοις; Epicrat. Ath. XI, 782 f; Thuc. 4, 25 παραπλεόντων ἀπὸ κάλω ἐς τὴν Μεσσήνην, nach Schol. u. Poll. 1, 113 (ἐκ κάλων ἕλκοντες τὰς ναῦς) = am Lande entlang das Schiff mit der Leine ziehen, statt zu rudern oder zu segeln; vgl. App. Mithr. 78; sprichwörtlich πάντα κάλων κινεῖν, alle Kräfte anspannen, alle Mittel in Bewegung setzen, Luc. Scyth. 11; πάντας ἔσεισε κάλως, spannte alle Segel auf, Crinag. 15 (IX, 545); so zu fassen νῦν δή σε πάντα δεῖ κάλων ἐξιέναι Ar. Equ. 753 (wo der Schol. es vom Auswerfen der σχοινία σὺν ταῖς ἀγκύραις ἐπὶ θάλασσαν im Sturme ableitet) u. Eur. Herc. Fur. 278 ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων; πάντα κάλων ἐκτείνειν Plat. Prot. 338 a; τὸ λεγόμενόν γε πάντα κάλων ἐφέντες Sis. 389 c. – Im plur. finden sich Formen nach der dritten Deklination, κάλωες Orph. Arg. 621 Ap. Rh. 2, 725, κάλωσι Orph. Arg. 237, κάλωας 253 Opp. Hal. 5, 223.
French (Bailly abrégé)
ω (ὁ) :
câble, corde, particul.
1 câble de navire, pour manœuvrer les voiles ; ◊ prov. πάντα κάλων ἐξιέναι EUR, κινεῖν LUC lâcher ou mettre en mouvement tous les câbles, càd larguer toutes les voiles, p. suite fig. faire jouer tous les ressorts;
2 câble pour sonder : κάλων κατιέναι HDT laisser tomber la sonde;
3 câble pour haler : ἀπὸ κάλω παραπλεῖν THC naviguer (près du bord, à travers un canal, etc.) en se faisant tirer par une corde, càd se faire haler.
Étymologie: DELG terme techn. sans étymologie.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλως -ω, ὁ, acc. κάλων, ep. en Ion. κάλος -ου, touw, kabel (m. n. van een schip):; ἐν δ (ε)... κἀλους... ἐνέδησεν en hij maakte kabels (aan het vlot) vast Od. 5.260; τῶν ἱστίων τοὺς κρίκους καὶ τοὺς κάλους... προσδέουσι zij binden de ringen en de kabels van de zeilen vast Hdt. 2.36.4; κάλον κατεῖναι touw neerlaten (om te peilen) Hdt. 2.28.4; κάλως ἐξιέναι de zeilen ontplooien Eur. Tr. 94; overdr.: ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πᾶντα δὴ κάλων de vijanden zetten natuurlijk alle zeilen bij Eur. Med. 278.
Russian (Dvoretsky)
κάλως: ω, эп.-ион. κάλος (ᾰ) ὁ канат, бечева, веревка (οἱ κάλοι τοῦ ἱστίου Her.): κάλως (acc. pl.) ἐξιέναι Eur. отпускать канаты, т. е. отчаливать; πάντα κάλων ἐξιέναι Eur., тж. ἐφιέναι, ἐκτείνειν Plat. или κινεῖν Luc. погов. отпускать все канаты, ставить все паруса, т. е. пускать в ход все средства; κάλων κατιέναι Her. опускать канат (для измерения глубины воды); ἀπὸ κάλω παραπλεῖν Thuc. идти бечевой или на буксире.
Greek Monolingual
ο (AM κάλως, -ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος)
σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῦ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.)
μσν.-αρχ.
1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και καταβιβάζεται η κεραία με το ιστίο («ὅταν στράτευμ' Ἀργεῖον ἐξιῇ κάλως» — όταν το στράτευμα τών Αργείων λύνει τα σχοινιά, δηλ. ανοίγει τα πανιά, Ευρ.)
2. παροιμ. φρ. «πάντα κάλων κινεῖν» — να εντείνει κανείς όλες του τις δυνάμεις, να βάλει όλα τα μέσα σε ενέργεια
3. μτφ. φρ. α) «κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾱν» — αφού χαλάρωσα όλα τα ηνία της ευφροσύνης επιγρ.
β) «πάντας ἔσεισε κάλους» — άνοιξε όλα τα πανιά, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που δίνουν οι Μούσες, (Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Υποκορ. της λ. είναι ο τ. καλώδιο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καλοπαίκτης, καλωβατώ, καλωστρόφος
νεοελλ.
καλώδεσμος].
Greek Monotonic
κάλως: [ᾰ], ὁ, γεν. κάλω, αιτ. κάλων· Επικ. και Ιων. κάλος, -ου, ὁ,
I. καραβόσχοινο, σε Ομήρ. Οδ., όπου οι κάλοι διακρίνονται από πόδες (πόδια ιστίου, σκίτες), και ὑπέραι (μπράτσα)· κάλως ἐξιέναι, λύνω τα σχοινιά, δηλ. ανοίγω τα πανιά, σε Ευρ.· μεταφ., ἐχθροὶ γὰρ ἐξίασι πάντα δὴ κάλων, αφήνουν κάθε σχοινί, δηλ. καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, στον ίδ.· φόνιον ἐξίει κάλων, σε Αριστοφ.
II. 1. γενικά, σχοινί, τριχιά, κάλων κατιέναι, κατεβάζω σχοινί για εξερεύνηση, σε Ηρόδ.
2. παλαμάρι, στον ίδ.· πρυμνήτης κ., το παλαμάρι της πρύμνης, σε Ευρ.· ἀπὸ κάλω παραπλεῖν, ρυμουλκούμαι στην ακτή, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κάλως: ᾱ, ὁ, γεν. κάλω, αἰτ. κάλων· Ἐπικ. καὶ Ἰων. κάλος, ου, ὁ, Ὀδ. Ε. 260, καὶ Ἡρόδ.· ἀλλὰ καὶ πληθ. κάλωες ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 725· αἰτ. κάλωας Ὀρφ. Ἀργ. 253, Ὀππ. (ἴδε κατωτ.)· δοτ. κάλωσι Ὀρφ. Ἀργ. 237: ― καραβόσχοινον πρὸς ἀνέλκυσιν καὶ καθέλκυσιν τῶν ἱστίων ἢ τῆς κεραίας, οὕτως ἴσως ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ὅπου κάλοι καὶ πόδες (τὰ κατὰ τὰ ἔσχατα ἄκρα τοῦ ἱστίου σχοινία) καὶ ὑπέραι (τὰ καλῴδια τὰ συνάπτοντα τὰ ἄκρα τῆς κεραίας πρὸς τὸ κατάστρωμα) διακρίνονται ἀπ’ ἀλλήλων· οὕτω, τῶν ἱστίων τοὺς κάλως Ἡρόδ. 2. 36· κάλως ἐξῑέναι, ἀπολύειν τὰ σχοινία, δηλ. ἀνοίγειν τὰ ἱστία, ὅταν στράτευμ’ Ἀργεῖον ἐξιῇ κάλως Εὐρ. Τρ. 94· ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων, ἀπολύουσι πᾶν σχοινίον, δηλ. πάσῃ δυνάμει καὶ παντὶ τρόπῳ προσπαθοῦσι, «βάλλουν τὰ δυνατά των» (ἀντίθετον τῷ ἄκροισι κρασπέδοις.. ὑπεκδραμεῖν αὐτόθι 524), ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 278· τοὺς κάλως ἔκλυε καὶ χάλα πόδα Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2· πάντας ἔσεισε κάλως Ἀνθ. Π. 9. 45· παροιμ., πάντα ἐξιέναι κάλων Ἀριστοφ. Ἱππ. 756 (ἔνθα ἴδε Σχολ.)· φόνιον ἐξίει κάλων, παρώτρυνεν αὐτὸν εἰς τὸ φονικὸν ἔργον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 837· πάντα κάλων ἐκτείνειν Πλάτ. Πρωτ. 338Α· κινεῖν Λουκ. Σκυθ. 11· γαστρὶ πάντας ἐπιτρωπῶσι κάλωας Ὀππ. Ἁλ. 2. 223, πρβλ. 172. ΙΙ. ἐν γένει, σχοινίον, «τριχιά», κάλων κατιέναι, καταβιβάζειν σχοινίον πρὸς βολιδοσκόπησιν, Ἡρόδ. 2. 28· ἀπὸ κάλω παραπλέω, παραπλέω τὴν παραλίαν ῥυμουλκούμενος (πρβλ. ῥυμουλκέω), Θουκ. 4. 25· σχοινίον χονδρόν, «παλαμάρι», Ἡρόδ. 2. 96· πρυμνήτης κάλως Εὐρ. Μήδ. 770.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: reefing rope, cable, rope in gen. (ε 260); καλω-στρόφος rope-twister (Plu. Per. 12).
Other forms: -ω, -ων, ε 260 a. Hdt. κάλος, hell. pl. -ωες, -ωας, -ωσι
Compounds: καλω-στρόφος rope-twister (Plu. Per. 12).
Derivatives: Dimin. καλῴδιον, also καλοίδιον (Com., Th., inscr., pap.). -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology, techn. loan (Debrunner Eberts Reallexikon 4, 525, Hermann Gött. Nachr. 1943, 1f.). IE. etymologies by Mansion PBBeitr. 33, 547ff. (to Dutch halen fetch > Fr. haler etc.; or rather to OHG halōn call, fetch, cf. on καλέω); by Persson Stud. 30 a. o. (to κλώθω etc.; cf. s. v.).
Middle Liddell
I. a reefing rope, reef, Od., where the κάλοι are distinguished from πόδες (sheets) and ὑπέραι (braces); κάλως ἐξῑέναι to let out the reefs, i. e. to set all sail, Eur.; metaph., ἐχθροὶ γὰρ ἐξίασι πάντα δὴ κάλων are letting out every reef, i. e. using every effort, Eur.; φόνιον ἐξίει κάλων give a loose to slaughter, Eur.; so, πάντα ἐξιέναι κάλων Ar.
II. generally, a rope, line, κάλων κατιέναι to let down a sounding-line, Hdt.
2. a cable, Hdt.; πρυμνήτης κ. a stern cable, Eur.; ἀπὸ κάλω παραπλεῖν to be towed along shore, Thuc.
Frisk Etymology German
κάλως: -ω, -ων
{kálōs}
Forms: ε 260 u. Hdt. κάλος, hell. u. späte Epiker pl. -ωες, -ωας, -ωσι
Grammar: m.
Meaning: ‘Rahentau, Schiffstau, Tau im allg.’ (seit ε 260);
Composita: καλωστρόφος Seildreher (Plu. Per. 12).
Derivative: Deminutivum καλῴδιον, auch καλοίδιον (Kom., Th., Inschr., Pap.).
Etymology: Ohne Etymologie, wohl technisches Fremdwort (Debrunner Eberts Reallexikon 4, 525, Hermann Gött. Nachr. 1943, 1f.). Idg. Etymologien von Mansion PBBeitr. 33, 547ff. (zu ndl. halen ziehen > frz. haler usw.; aber vielmehr zu ahd. halōn rufen, holen, vgl. zu καλέω); von Persson Stud. 30 u. A. (zu κλώθω usw.; vgl. s. v.).
Page 1,769-770